Ancient Greek-English Dictionary Language

ταλάσιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ταλάσιος ταλάσιον

Structure: ταλασι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from talasi/a

Sense

  1. of or for wool-spinning

Examples

  • "διὰ τί ὁ πολυθρύλητοσ ᾄδεται Ταλάσιοσ ἐν τοῖσ γάμοισ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 31 1:1)
  • ἢ τὸ λεγόμενον ὑπὸ τῶν ἱστορικῶν ἀληθέσ, ὅτι νεανίασ ἦν τισ λαμπρὸσ ἐν τοῖσ πολεμικοῖσ καὶ τἄλλα χρηστὸσ ὄνομα Ταλάσιοσ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 31 1:6)
  • "διὰ τί ὁ πολυθρύλητοσ ᾄδεται Ταλάσιοσ ἐν τοῖσ γάμοισ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 311)
  • ἢ τὸ λεγόμενον ὑπὸ τῶν ἱστορικῶν ἀληθέσ, ὅτι νεανίασ ἦν τισ λαμπρὸσ ἐν τοῖσ πολεμικοῖσ καὶ τἄλλα χρηστὸσ ὄνομα Ταλάσιοσ· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 31 1:1)
  • ὅπωσ οὖν μὴ προστυχών τισ ἀφέληται τῶν κρειττόνων, ἐβόων θέοντεσ ἅμα Ταλασίῳ τῶν δὲ χαριέντων καὶ γνωρίμων τισ ἦν ὁ Ταλάσιοσ, ὥστε τοὺσ ἀκούσαντασ τοὔνομα κροτεῖν καὶ βοᾶν οἱο͂ν συνηδομένουσ καὶ συνεπαινοῦντασ. (Plutarch, Pompey, chapter 4 4:3)

Synonyms

  1. of or for wool-spinning

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION