Ancient Greek-English Dictionary Language

ταλασιουργικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ταλασιουργικός ταλασιουργική ταλασιουργικόν

Structure: ταλασιουργικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from talasiourgo/s

Sense

  1. of or for wool-spinning

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅπλων ἄλλη φυλή, ἄλλη ταλασιουργικῶν ὀργάνων, ἄλλη σιτοποιικῶν, ἄλλη ὀψοποιικῶν, ἄλλη τῶν ἀμφὶ λουτρόν, ἄλλη ἀμφὶ μάκτρασ, ἄλλη ἀμφὶ τραπέζασ. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 9 8:1)
  • μετὰ δὲ τοῦτο ὅσοισ μὲν τῶν σκευῶν καθ’ ἡμέραν χρῶνται οἱ οἰκέται, οἱο͂ν σιτοποιικοῖσ, ὀψοποιικοῖσ, ταλασιουργικοῖσ, καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον, ταῦτα μὲν αὐτοῖσ τοῖσ χρωμένοισ δείξαντεσ ὅπου δεῖ τιθέναι, παρεδώκαμεν καὶ ἐπετάξαμεν σῶα παρέχειν· (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 9 10:1)
  • καὶ μὴν ξαντική γε καὶ νηστικὴ καὶ πάντα αὖ τὰ περὶ τὴν ποίησιν αὐτὴν τῆσ ἐσθῆτοσ ἧσ λέγομεν μέρη, μία τίσ ἐστι τέχνη τῶν ὑπὸ πάντων λεγομένων, ἡ ταλασιουργική. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 151:3)
  • τῆσ δὴ ταλασιουργικῆσ δύο τμήματά ἐστον, καὶ τούτοιν ἑκάτερον ἅμα δυοῖν πεφύκατον τέχναιν μέρη. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 152:1)
  • τὸ συγκριτικὸν τοίνυν αὖ σοι καὶ ταλασιουργικὸν ἅμα μόριον, ὦ Σώκρατεσ, διαιρετέον, εἴπερ ἱκανῶσ μέλλομεν τὴν προρρηθεῖσαν ὑφαντικὴν αἱρήσειν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 153:6)

Synonyms

  1. of or for wool-spinning

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION