Ancient Greek-English Dictionary Language

ταλάσιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ταλάσιος ταλάσιον

Structure: ταλασι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from talasi/a

Sense

  1. of or for wool-spinning

Examples

  • ἀφ’ οὗ δὴ τὸν Ταλάσιον ἄχρι νῦν, ὡσ Ἕλληνεσ τὸν Ὑμέναιον, ἐπᾴδουσι Ῥωμαῖοι τοῖσ γάμοισ· (Plutarch, chapter 15 2:2)
  • καὶ γὰρ εὐτυχίᾳ φασὶ χρήσασθαι περὶ τὴν γυναῖκα τὸν Ταλάσιον. (Plutarch, chapter 15 2:3)
  • ἅπαντεσ οὖν ἐβόων τὸν Ταλάσιον οἱ τὰσ παρθένουσ κομίζοντεσ, καὶ διὰ τοῦτο τοῖσ γάμοισ παραμένει τὸ ἔθοσ. (Plutarch, chapter 15 3:1)
  • παρέμεινεν οὖν καὶ τοῖσ αὖθισ γαμοῦσι τοὺσ διδόντασ ἢ παραπέμποντασ ἢ ὅλωσ παρόντασ ἀναφωνεῖν τὸν Ταλάσιον μετὰ παιδιᾶσ, μαρτυρομένουσ ὡσ ἐπ’ οὐδὲν ἄλλο ὑπούργημα τῆσ γυναικὸσ ἢ ταλασίαν εἰσαγομένησ. (Plutarch, chapter 15 4:2)
  • τιμῶντεσ οὖν οἱ λοιποὶ τὸν Ταλάσιον καὶ συνευχόμενοι καὶ συνευφημοῦντεσ εἵποντο καὶ παρέπεμπον· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 31 2:1)

Synonyms

  1. of or for wool-spinning

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION