Ancient Greek-English Dictionary Language

τακερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τακερός τακερή τακερόν

Structure: τακερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: th/kw

Sense

  1. melting in the mouth, tender, melting, languishing

Examples

  • ἡ καὶ ἔτ’ ἐκ βρέφεοσ κοιμωμένη Ἀντιοδημὶσ πορφυρέων, Παφίησ νοσσίσ, ἐπὶ κροκύδων, ἡ τακεραῖσ λεύσσουσα κόραισ μαλακώτερον ὕπνου, Λύσιδοσ ἀλκυονίσ, τερπνὸν ἄθυρμα Μέθησ, ὑδατίνουσ φορέουσα βραχίονασ, ἣ μόνη ὀστοῦν οὐ λάχεν ἡ̓͂ν γὰρ ὅλη τοὐν ταλάροισι γάλἀ, Ἰταλίην ἤμειψεν, ἵνα πτολέμοιο καὶ αἰχμῆσ ἀμπαύσῃ Ῥώμην μαλθακίνῃ χάριτι. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 5671)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION