Ancient Greek-English Dictionary Language

σωματικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σωματικός σωματική σωματικόν

Structure: σωματικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sw=ma

Sense

  1. of or for the body, bodily
  2. bodily, corporeal, material

Examples

  • καὶ γὰρ διανοίασ ἐπίδειξιν τὰ γιγνόμενα ἔχει καὶ σωματικῆσ ἀσκήσεωσ ἐνέργειαν, τὸ δὲ μέγιστον ἡ σοφία τῶν δρωμένων καὶ τὸ μηδὲν ἔξω λόγου. (Lucian, De saltatione, (no name) 69:3)
  • αὐτόσ τε γὰρ ὁ κόσμοσ οὗτοσ καὶ τῶν μερῶν ἕκαστον αὐτοῦ συνέστηκεν ἔκ τε σωματικῆσ οὐσίασ καὶ νοητῆσ, ὧν ἡ μὲν ὕλην καὶ ὑποκείμενον ἡ δὲ μορφὴν καὶ εἶδοσ τῷ γενομένῳ παρέσχε· (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 3 5:1)
  • ἀλλὰ μὴν φαίνεταί γε, καὶ πάντεσ ἥδιον τῶν ἀγαθῶν μετὰ τῶν φίλων κοινωνοῦμεν, καθ’ ὅσον ἐπιβάλλει ἕκαστον καὶ οὗ δύναται ἀρίστου, ἀλλὰ τούτων τῷ μὲν ἡδονῆσ σωματικῆσ, τῷ δὲ θεωρίασ μουσικῆσ, τῷ δὲ φιλοσοφίασ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 239:4)
  • Πυθαγόρασ καὶ Ἀριστοτέλησ τὰ μὲν πρῶτα αἴτια ἀσώματα, τὰ δὲ κατὰ μετοχὴν ἢ κατὰ συμβεβηκὸσ τῆσ σωματικῆσ ὑποστάσεωσ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, 1:6)
  • Ἀναξαγόρασ κατὰ κόπον τῆσ σωματικῆσ ἐνεργείασ γίνεσθαι τὸν ὕπνον σωματικὸν γὰρ εἶναι τὸ πάθοσ οὐ ψυχικόν· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 3:1)

Synonyms

  1. of or for the body

  2. bodily

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION