- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεμπίπτω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: synempiptō 고전 발음: [쉬넴삡또:] 신약 발음: [쉬냄삐]

기본형: συνεμπίπτω συνεμπεσοῦμαι

형태분석: συν (접두사) + ἐμ (접두사) + πίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to fall in or upon together
  2. to fall on or attack together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεμπίπτω

συνεμπίπτεις

συνεμπίπτει

쌍수 συνεμπίπτετον

συνεμπίπτετον

복수 συνεμπίπτομεν

συνεμπίπτετε

συνεμπίπτουσι(ν)

접속법단수 συνεμπίπτω

συνεμπίπτῃς

συνεμπίπτῃ

쌍수 συνεμπίπτητον

συνεμπίπτητον

복수 συνεμπίπτωμεν

συνεμπίπτητε

συνεμπίπτωσι(ν)

기원법단수 συνεμπίπτοιμι

συνεμπίπτοις

συνεμπίπτοι

쌍수 συνεμπίπτοιτον

συνεμπιπτοίτην

복수 συνεμπίπτοιμεν

συνεμπίπτοιτε

συνεμπίπτοιεν

명령법단수 συνεμπίπτε

συνεμπιπτέτω

쌍수 συνεμπίπτετον

συνεμπιπτέτων

복수 συνεμπίπτετε

συνεμπιπτόντων, συνεμπιπτέτωσαν

부정사 συνεμπίπτειν

분사 남성여성중성
συνεμπιπτων

συνεμπιπτοντος

συνεμπιπτουσα

συνεμπιπτουσης

συνεμπιπτον

συνεμπιπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεμπίπτομαι

συνεμπίπτει, συνεμπίπτῃ

συνεμπίπτεται

쌍수 συνεμπίπτεσθον

συνεμπίπτεσθον

복수 συνεμπιπτόμεθα

συνεμπίπτεσθε

συνεμπίπτονται

접속법단수 συνεμπίπτωμαι

συνεμπίπτῃ

συνεμπίπτηται

쌍수 συνεμπίπτησθον

συνεμπίπτησθον

복수 συνεμπιπτώμεθα

συνεμπίπτησθε

συνεμπίπτωνται

기원법단수 συνεμπιπτοίμην

συνεμπίπτοιο

συνεμπίπτοιτο

쌍수 συνεμπίπτοισθον

συνεμπιπτοίσθην

복수 συνεμπιπτοίμεθα

συνεμπίπτοισθε

συνεμπίπτοιντο

명령법단수 συνεμπίπτου

συνεμπιπτέσθω

쌍수 συνεμπίπτεσθον

συνεμπιπτέσθων

복수 συνεμπίπτεσθε

συνεμπιπτέσθων, συνεμπιπτέσθωσαν

부정사 συνεμπίπτεσθαι

분사 남성여성중성
συνεμπιπτομενος

συνεμπιπτομενου

συνεμπιπτομενη

συνεμπιπτομενης

συνεμπιπτομενον

συνεμπιπτομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to fall in or upon together

  2. to fall on or attack together

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION