συναναιρέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συναναιρέω
συναναιρήσω
συνανεῖλον
형태분석:
συν
(접두사)
+
ἀν
(접두사)
+
αἱρέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to destroy together with
- to destroy altogether or utterly
- to give the same answer
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὥσπερ γὰρ ἀνθρώπῳ ζῶντι μὲν ἐλπὶσ ἐκ τοῦ κακῶσ πρᾶξαι μεταπεσεῖν, τελευτήσαντι δὲ συναναιρεῖται πάντα δι’ ὧν ἄν τισ εὐδαιμονήσειεν, οὕτω καὶ περὶ τὰσ πόλεισ συμβαίνει πέρασ ἔχειν τὴν ἀτυχίαν, ὅταν ἀνάστατοι γένωνται. (Lycurgus, Speeches, 80:3)
(리쿠르고스, 연설, 80:3)
- "οὔ φησιν αὐτὸν ὀρθῶσ λέγειν, ὅτι τῆσ ἡδονῆσ τέλουσ οὔσησ ἀναιρεῖται μὲν ἡ δικαιοσύνη, συναναιρεῖται δὲ τῇ δικαιοσύνῃ καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν ἑκάστη τὴν μὲν γὰρ δικαιοσύνην ὑπ’ αὐτῶν ὡσ ἀληθῶσ ἀναιρεῖσθαι, τὰσ δ’ ἄλλασ ἀρετὰσ οὐδὲν κωλύειν ὑπάρχειν, εἰ καὶ μὴ δι’ αὑτὰσ αἱρετὰσ ἀλλ’ ἀγαθὰσ γοῦν καὶ ἀρετὰσ ἐσομένασ· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 15 11:1)
(플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 15 11:1)
- "συναναιρεῖται γὰρ αὐτῇ πῦρ ἑστιοῦχον ἑστία κρατῆρεσ ὑποδοχαὶ ξενισμοί, φιλανθρωπότατα καὶ πρῶτα κοινωνήματα πρὸσ ἀλλήλουσ, μᾶλλον δὲ σύμπασ ὁ βίοσ, εἴ γε διαγωγὴ τίσ ἐστιν ἀνθρώπου πράξεων ἔχουσα διέξοδον, ὧν ἡ τῆσ τροφῆσ χρεία καὶ παρασκευὴ τὰσ πλείστασ παρακαλεῖ. (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 15 1:2)
(플루타르코스, Septem sapientium convivium, chapter, section 15 1:2)
- φθαρέντων γὰρ αὐτῶν συναναιρεῖται καὶ τὰ λοιπά· (Aristotle, Metaphysics, Book 11 15:1)
(아리스토텔레스, 형이상학, Book 11 15:1)
- ᾗ δὲ συναναιρεῖται τοῖσ γένεσι τὰ εἴδη, τὰ γένη ταῖσ ἀρχαῖσ ἐοίκε μᾶλλον· (Aristotle, Metaphysics, Book 11 15:5)
(아리스토텔레스, 형이상학, Book 11 15:5)
유의어
-
to destroy together with
-
to destroy altogether or utterly
-
to give the same answer
파생어
- αἱρέω (잡다, 쥐다, 장악하다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다, )
- ἀπεξαιρέω (제거하다, 빼다, 치우다)
- ἀποπροαιρέω (to take away from, having taken some of)
- ἀφαιρέω (제거하다, 나누다, 떼다)
- διαιρέω (열다, 자르다, 부수다)
- ἐξαιρέω (제외하다, 빼다, 꺼내다)
- ἐξαφαιρέω (to take right away)
- καθαιρέω (잡다, 빼앗다, 받다)
- μεθαιρέω (to catch in turn)
- παραιρέω (제거하다, 빼앗다, 치우다)
- περιαιρέω (빼앗다, 제거하다, 가져가다)
- προαιρέω (낳다, 가져오다, 생산하다)
- προαναιρέω (to take away before, to refute by anticipation)
- προεξαιρέω (to take out before, to be deprived of before)
- προσαιρέομαι (to choose for oneself, to take for one's companion or ally, to choose in addition to)
- προυφαιρέω (얻다, 획득하다, ~주변을 돌아다니다)
- συγκαθαιρέω (수행하다, ~와 비교하다, 성취하다)
- συναιρέω (모으다, 연합하다, 수집하다)
- συναφαιρέω (to take away together, to assist in rescuing)
- συνεξαιρέω (to take out together, to help in removing, to take away also)
- ὑπεξαιρέω (제외하다, 제쳐놓다, 떼어내 놓다)
- ὑφαιρέω (쫓아내다, 잘라버리다, 닳다)