συγκατασκευάζω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
συγκατασκευάζω
συγκατασκευάσω
Structure:
συγ
(Prefix)
+
κατα
(Prefix)
+
σκευάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to help in establishing or framing, to join in promoting
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐν ἡγεμονίαισ μὲν βουλόμενοι γενέσθαι στρατιωτικαῖσ καὶ πραγμάτων ἐφάψασθαι μεγάλων, μάλιστα δ’ οἱ δυναστείασ καὶ τυραννίδοσ ἐν ταῖσ ἑαυτῶν πατρίσιν ἐρῶντεσ, ἣν συγκατασκευάσειν αὐτοῖσ Ταρκυνίουσ ἐπείθοντο τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν ἀνακτησαμένουσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 52 6:1)
- περὶ δὲ τούτων κοινολογησάμενοι τοῖσ Ἐγεσταίοισ συνεφρόνησαν καὶ κοινῇ πρέσβεισ ἐξέπεμψαν πρὸσ Ἀθηναίουσ, ἀξιοῦντεσ μὲν βοηθῆσαι ταῖσ πόλεσιν αὐτῶν ἀδικουμέναισ, ἐπαγγειλάμενοι δὲ συγκατασκευάσειν αὐτοῖσ τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν πράγματα. (Diodorus Siculus, Library, book xii, chapter 83 2:1)
- εὐθὺσ οὖν πρὸσ μὲν Ἄκοριν τὸν βασιλέα τῶν Αἰγυπτίων διαπρεσβευσάμενοσ συμμαχίαν συνέθετο κατὰ τοῦ βασιλέωσ, πρὸσ δὲ τοὺσ Λακεδαιμονίουσ γράφων ἐπῇρε κατὰ τοῦ βασιλέωσ, καὶ χρημάτων πλῆθοσ ἐπηγγέλλετο δώσειν καὶ τὰσ ἄλλασ ἐπαγγελίασ μεγάλασ ἐποιεῖτο, ὑπισχνούμενοσ συμπράξειν αὐτοῖσ τὰ κατὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν ἡγεμονίαν αὐτοῖσ τὴν πάτριον συγκατασκευάσειν. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 8 11:1)
- οὗτοσ δ’ οὐκ ὢν ἀξιόμαχοσ μετεπέμψατο συμμαχίαν παρὰ Φωκέων, ἐπαγγελλόμενοσ συγκατασκευάσειν αὐτοῖσ τὰ κατὰ τὴν Θετταλίαν. (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 35 5:1)
- καὶ τὰ μὲν ὑπισχνούμενοσ αὐτῷ συγκατασκευάσειν τῶν κατὰ τὴν Ἰλλυρίδα πραγμάτων, τὰ δὲ κατηγορῶν τῶν Αἰτωλῶν, ὄντων εὐκατηγορήτων, ῥᾳδίωσ ἔπεισε συγχωρεῖν τοῖσ παρακαλουμένοισ. (Polybius, Histories, book 4, chapter 29 3:1)
Derived
- ἀνασκευάζω (to pack up the baggage, to break up one's camp, march away)
- ἀποσκευάζω (to pull off, to pack up and carry off, to make away with)
- διασκευάζω (to get quite ready, equip, dressed)
- ἐκσκευάζω (to disfurnish of tools and implements)
- ἐνσκευάζω (to get ready, prepare, to dress in)
- ἐπισκευάζω (to get ready, to equip, fit out)
- κατασκευάζω (equip, furnish with, construct)
- μετασκευάζω (to put into another dress, to change the fashion of, transform)
- παρασκευάζω (I prepare, make ready, I procure)
- προκατασκευάζω (to prepare beforehand)
- προπαρασκευάζω (to prepare beforehand, to prepare for oneself)
- προσκατασκευάζω (to furnish besides)
- προσπαρασκευάζω (to prepare besides, to prepare for oneself besides)
- σκευάζω (to prepare, make ready, to prepare or dress)
- συσκευάζω (to make ready by putting together, to pack up, to help in preparing)