Ancient Greek-English Dictionary Language

στόμωμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στόμωμα στόμωματος

Structure: στομωματ (Stem)

Etym.: stomo/w

Sense

  1. a mouth, entrance

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κάμινοσ δοκιμάζει στόμωμα ἐν βαφῇ, οὕτωσ οἶνοσ καρδίασ ἐν μάχῃ ὑπερηφάνων. (Septuagint, Liber Sirach 31:26)
  • τοῦτο γάρ τοι τὸ ζυγὸν συνέχει τὴν πᾶσαν φάλαγγα, καὶ τὸ ἴσον παρέχεται ἐν ταῖσ μάχαισ ὅ τι περ τὸ στόμωμα τῷ σιδήρῳ· (Arrian, chapter 12 2:1)
  • ἡ μέν γε τομὴ αὐτῷ κατὰ τὸ στόμωμα γίγνεται, τὸ δὲ ὑπόλοιπον, καὶ εἰ μαλθακὸν τύχοι ὄν, τῷ βάρει ὅμωσ συνεπερείδει τῷ τέμνοντι· (Arrian, chapter 12 3:2)
  • οὕτω καὶ τῆσ φάλαγγοσ στόμωμα μὲν θείη τισ ἂν τὸ ἐκ τῶν λοχαγῶν σύνταγμα, ὄγκον δὲ καὶ βάροσ τὸ κατόπιν τούτων πλῆθοσ. (Arrian, chapter 12 3:3)
  • πολύπραγμον τοῦ φιλομαθοῦσ ἀκμήν τινα καὶ στόμωμα νομίζοντεσ ἔχειν μὴ καταναλίσκωμεν μηδ’ ἀπαμβλύνωμεν ἐν τοῖσ ἀχρήστοισ. (Plutarch, De curiositate, section 11 3:1)

Synonyms

  1. a mouth

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION