Ancient Greek-English Dictionary Language

στηρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στηρίζω

Structure: στηρίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: sth=nai

Sense

  1. to make fast, prop, fix, set, he set, fast, to fix for oneself
  2. to confirm, establish
  3. rising up
  4. to fix, settle, determine
  5. to be firmly set or fixed, to stand fast or steady, to, a firm footing, is lifted up
  6. thou art tarrying, art settled

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στηρίζω στηρίζεις στηρίζει
Dual στηρίζετον στηρίζετον
Plural στηρίζομεν στηρίζετε στηρίζουσιν*
SubjunctiveSingular στηρίζω στηρίζῃς στηρίζῃ
Dual στηρίζητον στηρίζητον
Plural στηρίζωμεν στηρίζητε στηρίζωσιν*
OptativeSingular στηρίζοιμι στηρίζοις στηρίζοι
Dual στηρίζοιτον στηριζοίτην
Plural στηρίζοιμεν στηρίζοιτε στηρίζοιεν
ImperativeSingular στήριζε στηριζέτω
Dual στηρίζετον στηριζέτων
Plural στηρίζετε στηριζόντων, στηριζέτωσαν
Infinitive στηρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στηριζων στηριζοντος στηριζουσα στηριζουσης στηριζον στηριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στηρίζομαι στηρίζει, στηρίζῃ στηρίζεται
Dual στηρίζεσθον στηρίζεσθον
Plural στηριζόμεθα στηρίζεσθε στηρίζονται
SubjunctiveSingular στηρίζωμαι στηρίζῃ στηρίζηται
Dual στηρίζησθον στηρίζησθον
Plural στηριζώμεθα στηρίζησθε στηρίζωνται
OptativeSingular στηριζοίμην στηρίζοιο στηρίζοιτο
Dual στηρίζοισθον στηριζοίσθην
Plural στηριζοίμεθα στηρίζοισθε στηρίζοιντο
ImperativeSingular στηρίζου στηριζέσθω
Dual στηρίζεσθον στηριζέσθων
Plural στηρίζεσθε στηριζέσθων, στηριζέσθωσαν
Infinitive στηρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στηριζομενος στηριζομενου στηριζομενη στηριζομενης στηριζομενον στηριζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀτὰρ καὶ τὰ ἄρθρα ὧδέ πωσ ἄρχεται · τοῦ ποδὸσ τὸν μέγαν δάκτυλον ὰλγέει, αὖθισ τὴν ἐπιπρόσω πτέρνην, ᾗ ποτε στηριζόμεθα· ἔπειτα ἐσ τὸ κοῖλον ἧκε· τὸ δὲ σφυρὸν ἐξῴδησε ὕστατον. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 318)
  • Ὁ δὲ ῳἔτο τωὐτὸ ὀστέον εἶναι τοῦτό τε κακεῖνο, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι‧ ἔστι δ’ ἐκείνῳ τῷ ὀστέῳ τωὐτὸ ὁ ἄγκων καλεόμενοσ, ᾧ ποτὶ στηριζόμεθα. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 3.8)

Synonyms

  1. to confirm

  2. rising up

  3. to fix

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION