στέφανος
Second declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
στέφανος
στεφάνου
Structure:
στεφαν
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- That which encircles, surrounds
- crown, wreath, chaplet, especially the conqueror's wreath
- In general: any prize or honour
Declension
Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἰκάζειν δὲ χρὴ πολλὰ εἶναι ἀλεκτρυόνοσ καὶ στεφάνου καὶ λιβανωτοῦ μόνου παρ’ αὐτοῖσ ὤνια. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 2:4)
- φανεροῦ δὴ γεγονότοσ τοῦ χρόνου, καθ’ ὃν εἰσῆλθον εἰσ Θήβασ οἵ τε Ἀθηναίων πρέσβεισ οἱ περὶ Δημοσθένη καὶ οἱ παρὰ Φιλίππου, ὅτι κατὰ Λυσιμαχίδην ἄρχοντα πίπτει, παρεσκευασμένων ἤδη τὰ πρὸσ τὸν πόλεμον ἀμφοτέρων, αὐτὸσ ὁ Δημοσθένησ ποιήσει φανερὸν ἐν τῷ περὶ τοῦ στεφάνου λόγῳ, τίνεσ ἦσαν αἱ παρὰ τῶν πρεσβειῶν ἀμφοτέρων ἀξιώσεισ· (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 11 3:6)
- ποίουσ οὖν ὁ Δημοσθένησ κατεσκεύασεν ἀγῶνασ ταῖσ Ἀριστοτελείοισ τέχναισ ὁδηγοῖσ χρησάμενοσ, εἰ πάντεσ οἱ δημόσιοι λόγοι, δι’ οὓσ ἐπαινεῖταί τε καὶ θαυμάζεται, πρὸ τοῦ πολέμου γεγόνασιν, ὡσ πρότερον ἐπέδειξα, πλὴν ἑνὸσ τοῦ περὶ τοῦ στεφάνου; (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 12 1:1)
- ἡ πρὸσ Αἰσχίνην ὑπὲρ Κτησιφῶντοσ τοῦ παρασχόντοσ Δημοσθένει τὸ περὶ τοῦ στεφάνου ψήφισμα καὶ τὴν τῶν παρανόμων φεύγοντοσ γραφήν· (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 12 3:2)
- κατὰ Στεφάνου παρανόμων· (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 10 2:1)
Synonyms
-
crown
- πλόκος (a wreath or chaplet, wreath)