Ancient Greek-English Dictionary Language

σοφιστικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σοφιστικός σοφιστική σοφιστικόν

Structure: σοφιστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sofisth/s

Sense

  1. of or for a sophist
  2. like a sophist, sophistical

Examples

  • ὡσ δὲ οἵ τε φίλοι τὰ εἰκότα παρηγοροῦντεσ αὐτόν οἵ τε στρατιῶται κλαυθμῷ καὶ βοῇ προσιστάμενοι ταῖσ θύραισ ἱκέτευον, ἐπικλασθεὶσ ἀνεζεύγνυε, πολλὰ πρὸσ δόξαν ἀπατηλὰ καὶ σοφιστικὰ μηχανώμενοσ. (Plutarch, Alexander, chapter 62 3:2)
  • Ὡσ πρὸσ τὰ ἐρωτήματα τὰ σοφιστικὰ γυμναζόμεθα, οὕτωσ καὶ πρὸσ τὰσ φαντασίασ καθ’ ἡμέραν ἔδει γυμνάζεσθαι· (Epictetus, Works, book 3, 1:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION