- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σμερδαλέος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: smerdaleos 고전 발음: [달레오] 신약 발음: [달래오]

기본형: σμερδαλέος σμερδαλέη σμερδαλέον

형태분석: σμερδαλε (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 두려운, 무서운, 무시무시한, 겁이 많은, 내성적인
  1. terrible to look on, fearful, aweful, direful
  2. terrible to hear, terribly

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σμερδαλέος

두려운 (이)가

σμερδαλέα

두려운 (이)가

σμερδαλέον

두려운 (것)가

속격 σμερδαλέου

두려운 (이)의

σμερδαλέας

두려운 (이)의

σμερδαλέου

두려운 (것)의

여격 σμερδαλέῳ

두려운 (이)에게

σμερδαλέᾳ

두려운 (이)에게

σμερδαλέῳ

두려운 (것)에게

대격 σμερδαλέον

두려운 (이)를

σμερδαλέαν

두려운 (이)를

σμερδαλέον

두려운 (것)를

호격 σμερδαλέε

두려운 (이)야

σμερδαλέα

두려운 (이)야

σμερδαλέον

두려운 (것)야

쌍수주/대/호 σμερδαλέω

두려운 (이)들이

σμερδαλέα

두려운 (이)들이

σμερδαλέω

두려운 (것)들이

속/여 σμερδαλέοιν

두려운 (이)들의

σμερδαλέαιν

두려운 (이)들의

σμερδαλέοιν

두려운 (것)들의

복수주격 σμερδαλέοι

두려운 (이)들이

σμερδαλέαι

두려운 (이)들이

σμερδαλέα

두려운 (것)들이

속격 σμερδαλέων

두려운 (이)들의

σμερδαλέῶν

두려운 (이)들의

σμερδαλέων

두려운 (것)들의

여격 σμερδαλέοις

두려운 (이)들에게

σμερδαλέαις

두려운 (이)들에게

σμερδαλέοις

두려운 (것)들에게

대격 σμερδαλέους

두려운 (이)들을

σμερδαλέας

두려운 (이)들을

σμερδαλέα

두려운 (것)들을

호격 σμερδαλέοι

두려운 (이)들아

σμερδαλέαι

두려운 (이)들아

σμερδαλέα

두려운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τότε δή ῥα διόγνητος Ιὄλαος σμερδαλέον ἵπποισιν ἐκέκλετο: (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 32:2)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 32:2)

  • σκληρὸν δ ἐβρόντησε καὶ ὄβριμον, ἀμφὶ δὲ γαῖα σμερδαλέον κονάβησε καὶ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθε πόντος τ Ὠκεανοῦ τε ῥοαὶ καὶ Τάρταρα γαίης. (Hesiod, Theogony, Book Th. 78:8)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 78:8)

  • "ἐς νέωτα οὖν ἀρχομένου ἦρος κακοὶ κακῶς ἀπολοῦνται τῷ σμερδαλέῳ κεραυνῷ. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 31:4)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 31:4)

  • τότε γὰρ αὐτοῖς πολυώνυμος γινόμενος ὑπερείδεις τὸ πῖπτον τοῦ μέτρου καὶ ἀναπληροῖς τὸ κεχηνὸς τοῦ ῥυθμοῦ - ποῦ σοι νῦν ἡ ἐρισμάραγος ἀστραπὴ καὶ ἡ βαρύβρομος βροντὴ καὶ ὁ αἰθαλόεις καὶ ἀργήεις καὶ σμερδαλέος κεραυνός· (Lucian, Timon, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Timon, (no name) 1:2)

  • ὦ Κεβριόνη καὶ Πορφυρίων ὡς σμερδαλέον τὸ πόλισμα. (Aristophanes, Birds, Agon, antepirrheme2)

    (아리스토파네스, Birds, Agon, antepirrheme2)

  • ὅταν δ οἰκτρὰν ἢ φοβερὰν ἢ ἀγέρωχον ὄψιν εἰσάγῃ, τῶν τε φωνηέντων οὐ τὰ κράτιστα θήσει ἀλλὰ τὰ δυσηχέστατα, καὶ τῶν ψοφοειδῶν ἢ ἀφώνων τὰ δυσεκφορώτατα λήψεται καὶ καταπυκνώσει τούτοις τὰς συλλαβάς, οἱά῀ ἐστι ταυτί σμερδαλέος δ αὐτῇσι φάνη κεκακωμένος ἅλμῃ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1618)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1618)

  • "ὁ γὰρ Ὀδυσσεὺς μετὰ τὸ ναυάγιον ἐντυγχάνει τῇ Ναυσικάᾳ σμερδαλέος ὀφθῆναι, κεκακωμένος ἅλμῃ, καὶ πρὸς τὰς θεραπαινίδας φησὶν ἀμφίπολοι, στῆθ οὕτω ἀπόπροθεν, ὄφρ ἂν ἐγὼ αὐτὸς ἅλμην ὤμοιιν ἀπολούσομαι. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 12:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 1, 12:2)

  • σμερδαλέος δ αὐτῇσι φάνη κεκακωμένος ἅλμῃ, τρέσσαν δ ἄλλυδις ἄλλη ἐπ ἠιόνας προὐχούσας: (Homer, Odyssey, Book 6 14:7)

    (호메로스, 오디세이아, Book 6 14:7)

  • σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήθεσσιν ἀορτὴρ χρύσεος ἦν τελαμών, ἵνα θέσκελα ἔργα τέτυκτο, ἄρκτοι τ ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες, ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ ἀνδροκτασίαι τε. (Homer, Odyssey, Book 11 75:5)

    (호메로스, 오디세이아, Book 11 75:5)

유의어

  1. 두려운

  2. terrible to hear

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION