헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκύμνος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκύμνος σκύμνου

형태분석: σκυμν (어간) + ος (어미)

  1. 동물의 새끼, 강아지, 새끼
  1. cub, whelp, especially a lion's whelp
  2. (poetic, of men or women)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκύμνος

동물의 새끼가

σκύμνω

동물의 새끼들이

σκύμνοι

동물의 새끼들이

속격 σκύμνου

동물의 새끼의

σκύμνοιν

동물의 새끼들의

σκύμνων

동물의 새끼들의

여격 σκύμνῳ

동물의 새끼에게

σκύμνοιν

동물의 새끼들에게

σκύμνοις

동물의 새끼들에게

대격 σκύμνον

동물의 새끼를

σκύμνω

동물의 새끼들을

σκύμνους

동물의 새끼들을

호격 σκύμνε

동물의 새끼야

σκύμνω

동물의 새끼들아

σκύμνοι

동물의 새끼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐρρύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ μέσου σκύμνων. ἐκοιμήθην τεταραγμένοσ. υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντεσ αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα. (Septuagint, Liber Psalmorum 56:5)

    (70인역 성경, 시편 56:5)

  • καὶ ἀπεπήδησεν εἷσ τῶν σκύμνων αὐτῆσ, λέων ἐγένετο καὶ ἔμαθε τοῦ ἁρπάζειν ἁρπάγματα, ἀνθρώπουσ ἔφαγε. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 19:3)

    (70인역 성경, 에제키엘서 19:3)

  • καὶ εἶδεν ὅτι ἀπῶσται ἀπ’ αὐτῆσ, ἀπώλετο ἡ ὑπόστασισ αὐτῆσ, καὶ ἔλαβεν ἄλλον ἐκ τῶν σκύμνων αὐτῆσ, λέοντα ἔταξεν αὐτόν, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 19:5)

    (70인역 성경, 에제키엘서 19:5)

  • εἶτα λύκαινα μὲν νεοτόκοσ σπαργῶσα καὶ πλημμυροῦσα τοὺσ μαστοὺσ γάλακτι, τῶν σκύμνων ἀπολωλότων, αὐτὴ χρῄζουσα κουφισμοῦ, περιέστειξε τὰ βρέφη καὶ θηλὴν ἐπέσχεν, ὥσπερ ὠδῖνα δευτέραν ἀποτιθεμένη τὴν τοῦ γάλακτοσ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 8 3:1)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 8 3:1)

  • εἶτα λύκαινα μὲν νεοτόκοσ σπαργῶσα καὶ πλημμυροῦσα τοὺσ μαστοὺσ γάλακτι, τῶν σκύμνων ἀπολωλότων, αὐτὴ χρῄζουσα κουφισμοῦ, περιέστειξε τὰ βρέφη καὶ θηλὴν ἐπέσχεν, ὥσπερ ὠδῖνα δευτέραν ἀποτιθεμένη τὴν τοῦ γάλακτοσ. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 8 8:1)

    (플루타르코스, De fortuna Romanorum, section 8 8:1)

유의어

  1. 동물의 새끼

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION