헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκύμνος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκύμνος σκύμνου

형태분석: σκυμν (어간) + ος (어미)

  1. 동물의 새끼, 강아지, 새끼
  1. cub, whelp, especially a lion's whelp
  2. (poetic, of men or women)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκύμνος

동물의 새끼가

σκύμνω

동물의 새끼들이

σκύμνοι

동물의 새끼들이

속격 σκύμνου

동물의 새끼의

σκύμνοιν

동물의 새끼들의

σκύμνων

동물의 새끼들의

여격 σκύμνῳ

동물의 새끼에게

σκύμνοιν

동물의 새끼들에게

σκύμνοις

동물의 새끼들에게

대격 σκύμνον

동물의 새끼를

σκύμνω

동물의 새끼들을

σκύμνους

동물의 새끼들을

호격 σκύμνε

동물의 새끼야

σκύμνω

동물의 새끼들아

σκύμνοι

동물의 새끼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 103:21)

    (70인역 성경, 시편 103:21)

  • μυρμηκολέων ὤλετο παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βοράν, σκύμνοι δὲ λεόντων ἔλιπον ἀλλήλουσ. (Septuagint, Liber Iob 4:11)

    (70인역 성경, 욥기 4:11)

  • ἀπαντήσομαι αὐτοῖσ ὡσ ἄρκοσ ἀπορουμένη καὶ διαρρήξω συγκλεισμὸν καρδίασ αὐτῶν, καὶ καταφάγονται αὐτοὺσ ἐκεῖ σκύμνοι δρυμοῦ, θηρία ἀγροῦ διασπάσει αὐτούσ. (Septuagint, Prophetia Osee 13:8)

    (70인역 성경, 호세아서 13:8)

  • ὁρμῶσιν ὡσ λέοντεσ καὶ παρέστηκαν ὡσ σκύμνοι λέοντοσ. καὶ ἐπιλήψεται καὶ βοήσει ὡσ θηρίον καὶ ἐκβαλεῖ, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ρυόμενοσ αὐτούσ. (Septuagint, Liber Isaiae 5:28)

    (70인역 성경, 이사야서 5:28)

  • ὅτι ἅμα ὡσ λέοντεσ ἐξηγέρθησαν καὶ ὡσ σκύμνοι λεόντων. (Septuagint, Liber Ieremiae 28:38)

    (70인역 성경, 예레미야서 28:38)

유의어

  1. 동물의 새끼

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION