헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκύμνος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκύμνος σκύμνου

형태분석: σκυμν (어간) + ος (어미)

  1. 동물의 새끼, 강아지, 새끼
  1. cub, whelp, especially a lion's whelp
  2. (poetic, of men or women)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκύμνος

동물의 새끼가

σκύμνω

동물의 새끼들이

σκύμνοι

동물의 새끼들이

속격 σκύμνου

동물의 새끼의

σκύμνοιν

동물의 새끼들의

σκύμνων

동물의 새끼들의

여격 σκύμνῳ

동물의 새끼에게

σκύμνοιν

동물의 새끼들에게

σκύμνοις

동물의 새끼들에게

대격 σκύμνον

동물의 새끼를

σκύμνω

동물의 새끼들을

σκύμνους

동물의 새끼들을

호격 σκύμνε

동물의 새끼야

σκύμνω

동물의 새끼들아

σκύμνοι

동물의 새끼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι ἔθνοσ ἀνέβη ἐπὶ τὴν γῆν μου ἰσχυρὸν καὶ ἀναρίθμητον, οἱ ὀδόντεσ αὐτοῦ, ὀδόντεσ λέοντοσ, καὶ αἱ μύλαι αὐτοῦ σκύμνου. (Septuagint, Prophetia Ioel 1:6)

    (70인역 성경, 요엘서 1:6)

  • Ἴλιον Ἴλιον, ὤμοι μοι, Φρύγιον ἄστυ καὶ καλλίβωλον Ἴ‐ δασ ὄροσ ἱερόν, ὥσ σ’ ὀλόμενον στένω ἁρμάτειον ἁρμάτειον μέλοσ βαρβάρῳ βοᾷ δι’ ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνοπτέρου καλλοσύνασ, Λήδασ σκύμνου, δυσελένασ δυσελένασ, ξεστῶν περγάμων Ἀπολλωνίων ἐρινύν· (Euripides, episode, lyric6)

    (에우리피데스, episode, lyric6)

  • Κρατιστώνακτι, ὃσ παρ’ Ἡρακλεῖ ᾤκει, καὶ Σκύμνου τοῦ γναφέωσ θεραπαίνῃ ἐξεπύησεν‧ ἀπέθανον‧ οἷσι δ’ ἔκρινεν ἑβδομαίοισι, διέλειπεν ἐννέα, ὑπέστρεφεν, ἔκρινεν ἐκ τῆσ ὑποστροφῆσ τεταρταίοισι ‐‐ Παντακλεῖ, ὃσ ᾤκει παρὰ Διονύσιον ‐‐. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 184)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 184)

  • Ἕλληνεσ μὲν λέγουσι Καμβύσεα συμβαλεῖν σκύμνον λέοντοσ σκύλακι κυνόσ, θεωρέειν δὲ καὶ τὴν γυναῖκα ταύτην, νικωμένου δὲ τοῦ σκύλακοσ ἀδελφεὸν αὐτοῦ ἄλλον σκύλακα ἀπορρήξαντα τὸν δεσμὸν παραγενέσθαι οἱ, δύο δὲ γενομένουσ οὕτω δὴ τοὺσ σκύλακασ ἐπικρατῆσαι τοῦ σκύμνου. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 32 2:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 32 2:2)

유의어

  1. 동물의 새끼

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION