헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκύμνος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκύμνος σκύμνου

형태분석: σκυμν (어간) + ος (어미)

  1. 동물의 새끼, 강아지, 새끼
  1. cub, whelp, especially a lion's whelp
  2. (poetic, of men or women)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκύμνος

동물의 새끼가

σκύμνω

동물의 새끼들이

σκύμνοι

동물의 새끼들이

속격 σκύμνου

동물의 새끼의

σκύμνοιν

동물의 새끼들의

σκύμνων

동물의 새끼들의

여격 σκύμνῳ

동물의 새끼에게

σκύμνοιν

동물의 새끼들에게

σκύμνοις

동물의 새끼들에게

대격 σκύμνον

동물의 새끼를

σκύμνω

동물의 새끼들을

σκύμνους

동물의 새끼들을

호격 σκύμνε

동물의 새끼야

σκύμνω

동물의 새끼들아

σκύμνοι

동물의 새끼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐρεῖσ. τί ἡ μήτηρ σου̣ σκύμνοσ. ἐν μέσῳ λεόντων ἐγενήθη, ἐν μέσῳ λεόντων ἐπλήθυνε σκύμνουσ αὐτῆσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 19:2)

    (70인역 성경, 에제키엘서 19:2)

  • αἳ δ’ ἀγκάλαισι δορκάδ’ ἢ σκύμνουσ λύκων ἀγρίουσ ἔχουσαι λευκὸν ἐδίδοσαν γάλα, ὅσαισ νεοτόκοισ μαστὸσ ἦν σπαργῶν ἔτι βρέφη λιπούσαισ· (Euripides, episode, trochees 4:4)

    (에우리피데스, episode, trochees 4:4)

  • ἀλλ’ ἡμεῖσ ἀγριαίνοντα τιθασεύομεν ζῷα καὶ πραΰνομεν, λυκιδεῖσ καὶ σκύμνουσ λεόντων ἐν ταῖσ ἀγκάλαισ περιφέροντεσ, εἶτα τέκνα καὶ φίλουσ καὶ συνήθεισ ἐκβάλλομεν ὑπ’ ὀργῆσ οἰκέταισ δὲ καὶ πολίταισ τὸν θυμὸν ὥσπερ θηρίον ἐφίεμεν· (Plutarch, De cohibenda ira, section 14 3:3)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 14 3:3)

  • "τὰσ δ’ ὠδῖνασ αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν διήνεγκεν, ὥσπερ ἐν φωλεῷ λέαινα καταδῦσα πρὸσ τὸν ἄνδρα, καὶ τοὺσ γενομένουσ ὑπεθρέψατο σκύμνουσ ἄρρενασ· (Plutarch, Amatorius, section 2516)

    (플루타르코스, Amatorius, section 2516)

  • λύκαινα δ’ ἐμφωλεύουσα τοὺσ μὲν ἰδίουσ σκύμνουσ εἰσ τὸν ῥοῦν ἔρριψε, τοῖσ δὲ βρέφεσι θηλὴν παρέσχε, Γύλιφοσ δὲ ποιμὴν αὐτόπτησ γενόμενοσ καὶ ἀναλαβὼν τοὺσ παῖδασ ὡσ ἰδίουσ ἔθρεψε, τὸν μὲν καλέσασ Λύκαστον τὸν δὲ Παρράσιον, τοὺσ διαδεξαμένουσ τὴν βασιλείαν τῶν Ἀρκάδων ὡσ Ζώπυροσ Βυζάντιοσ ἐν τῷ τρίτῳ Ἱστορικῶν. (Plutarch, Parallela minora, section 365)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 365)

유의어

  1. 동물의 새끼

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION