헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκυλεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκυλεύω

형태분석: σκυλεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sku=lon

  1. 빼앗다, 벌기다, 발기다
  1. to strip or despoil a slain enemy, having stript
  2. to strip, off

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκυλεύω

σκυλεύεις

σκυλεύει

쌍수 σκυλεύετον

σκυλεύετον

복수 σκυλεύομεν

σκυλεύετε

σκυλεύουσιν*

접속법단수 σκυλεύω

σκυλεύῃς

σκυλεύῃ

쌍수 σκυλεύητον

σκυλεύητον

복수 σκυλεύωμεν

σκυλεύητε

σκυλεύωσιν*

기원법단수 σκυλεύοιμι

σκυλεύοις

σκυλεύοι

쌍수 σκυλεύοιτον

σκυλευοίτην

복수 σκυλεύοιμεν

σκυλεύοιτε

σκυλεύοιεν

명령법단수 σκύλευε

σκυλευέτω

쌍수 σκυλεύετον

σκυλευέτων

복수 σκυλεύετε

σκυλευόντων, σκυλευέτωσαν

부정사 σκυλεύειν

분사 남성여성중성
σκυλευων

σκυλευοντος

σκυλευουσα

σκυλευουσης

σκυλευον

σκυλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκυλεύομαι

σκυλεύει, σκυλεύῃ

σκυλεύεται

쌍수 σκυλεύεσθον

σκυλεύεσθον

복수 σκυλευόμεθα

σκυλεύεσθε

σκυλεύονται

접속법단수 σκυλεύωμαι

σκυλεύῃ

σκυλεύηται

쌍수 σκυλεύησθον

σκυλεύησθον

복수 σκυλευώμεθα

σκυλεύησθε

σκυλεύωνται

기원법단수 σκυλευοίμην

σκυλεύοιο

σκυλεύοιτο

쌍수 σκυλεύοισθον

σκυλευοίσθην

복수 σκυλευοίμεθα

σκυλεύοισθε

σκυλεύοιντο

명령법단수 σκυλεύου

σκυλευέσθω

쌍수 σκυλεύεσθον

σκυλευέσθων

복수 σκυλεύεσθε

σκυλευέσθων, σκυλευέσθωσαν

부정사 σκυλεύεσθαι

분사 남성여성중성
σκυλευομενος

σκυλευομενου

σκυλευομενη

σκυλευομενης

σκυλευομενον

σκυλευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Πτολεμαῖοσ δὲ τὸν μηρὸν διαμπὰξ βαλὼν τοῦ Ἰνδοῦ καταβάλλει τε καὶ σκυλεύει αὐτόν. (Arrian, Anabasis, book 4, chapter 24 4:3)

    (아리아노스, Anabasis, book 4, chapter 24 4:3)

유의어

  1. 빼앗다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION