헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκέπαρνος

2군 변화 명사; 남성 이형 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκέπαρνος σκεπάρνου

형태분석: σκεπαρν (어간) + ος (어미)

  1. Alternative form of σκέπαρνον ‎(sképarnon)

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῇ ἐξήγαγε καὶ διέπρισε πρίοσι καὶ ἐν σκεπάρνοισ σιδηροῖσ καὶ ἐν διασχίζουσι. καὶ οὕτωσ ἐποίησε Δαυὶδ τοῖσ πᾶσιν υἱοῖσ Ἀμμών. καὶ ἀνέστρεψε Δαυὶδ καὶ πᾶσ ὁ λαὸσ αὐτοῦ εἰσ Ἱερουσαλήμ. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 20:3)

    (70인역 성경, 역대기 상권 20:3)

  • ἄλλο δ’ ὄργανον μηδὲν προσφέρεσθαι, οὐ πολεμῶν δήπου τερέτροισ καὶ σκεπάρνοισ καὶ ὅσα λεπτουργεῖν πέφυκεν ἀλλ’ εἰδὼσ ὅτι διὰ τοιούτων ἔργων οὐκ εἰσοίσεισ κλινίδιον ἐπίχρυσον οὐδὲ τολμήσεισ εἰσ οἰκίαν λιτὴν ἀργυρᾶσ εἰσενεγκεῖν τραπέζασ καὶ δάπιδασ ἁλουργοὺσ καὶ λίθουσ πολυτελεῖσ· (Plutarch, De esu carnium II, section 2 8:1)

    (플루타르코스, De esu carnium II, section 2 8:1)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION