헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκάφη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκάφη σκάφης

형태분석: σκαφ (어간) + η (어미)

어원: ska/ptw

  1. 욕조, 욕실, 대야, 그릇, 큰 통
  2. 소형 보트, 등대선, 배
  3. 요람, 둥지
  4. 무덤, 묘지
  1. bowl, tub, basin, bath
  2. light boat, skiff
  3. cradle
  4. grave
  5. concave sundial

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκάφη

욕조가

σκάφᾱ

욕조들이

σκάφαι

욕조들이

속격 σκάφης

욕조의

σκάφαιν

욕조들의

σκαφῶν

욕조들의

여격 σκάφῃ

욕조에게

σκάφαιν

욕조들에게

σκάφαις

욕조들에게

대격 σκάφην

욕조를

σκάφᾱ

욕조들을

σκάφᾱς

욕조들을

호격 σκάφη

욕조야

σκάφᾱ

욕조들아

σκάφαι

욕조들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἰοππῖται δὲ τηλικοῦτο συνετέλεσαν τὸ δυσσέβημα. παρακαλέσαντεσ τοὺσ σὺν αὐτοῖσ οἰκοῦντασ Ἰουδαίουσ ἐμβῆναι εἰσ τὰ παρασταθέντα ὑπ̓ αὐτῶν σκάφη σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοισ ὡσ μηδεμιᾶσ ἐνεστώσησ πρὸσ αὐτοὺσ δυσμενείασ, (Septuagint, Liber Maccabees II 12:3)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 12:3)

  • καὶ ἐπικαλεσάμενοσ τὸν δίκαιον κριτὴν Θεόν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺσ μιαιοφόνουσ τῶν ἀδελφῶν. καὶ τὸν μὲν λιμένα νύκτωρ ἐνέπρησε καὶ τὰ σκάφη κατέφλεξε, τοὺσ δὲ ἐκεῖ συμφυγόντασ ἐξεκέντησε. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:6)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 12:6)

  • καὶ ἦν Ἀμβακοὺμ ὁ προφήτησ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, καὶ αὐτὸσ ἥψησεν ἕψεμα καὶ ἐνέθρυψεν ἄρτουσ εἰσ σκάφην καὶ ἐπορεύετο εἰσ τὸ πεδίον ἀπενέγκαι τοῖσ θερισταῖσ. (Septuagint, Prophetia Danielis 12:45)

    (70인역 성경, 다니엘서 12:45)

  • συγκατασκάψων δ’ ἐγὼ τείχη πάρειμι καὶ νεῶν πρήσων σκάφη. (Euripides, Rhesus, episode, iambics4)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambics4)

  • ἄκουε δὲ ἤδη καὶ τὸ ἐνύπνιον ᾤμην γὰρ τὸν Εὐκράτην αὐτὸν ἄπαιδα ὄντα οὐκ οἶδ’ ὅπωσ ἀποθνήσκειν, εἶτα προσκαλέσαντά με καὶ διαθήκασ θέμενον ἐν αἷσ ὁ κληρονόμοσ ἦν ἀπάντων ἐγώ, μικρὸν ἐπισχόντα ἀποθανεῖν ἐμαυτὸν δὲ παρελθόντα ἐσ τὴν οὐσίαν τὸ μὲν χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον ἐξαντλεῖν σκάφαισ τισὶ μεγάλαισ ἀέναόν τε καὶ πολὺ ἐπιρρέον, τὰ δ’ ἄλλα, τὴν ἐσθῆτα καὶ τραπέζασ καὶ ἐκπώματα καὶ διακόνουσ, πάντα ἐμὰ ὡσ τὸ εἰκὸσ εἶναι. (Lucian, Gallus, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 12:1)

  • καὶ ἀνήσω τὸν ἀμπελωνά μου καὶ οὐ τμηθῇ οὐδὲ μὴ σκαφῇ, καὶ ἀναβήσονται εἰσ αὐτὸν ὡσ εἰσ χέρσον ἄκανθαι. καὶ ταῖσ νεφέλαισ ἐντελοῦμαι τοῦ μὴ βρέξαι εἰσ αὐτὸν ὑετόν. (Septuagint, Liber Isaiae 5:6)

    (70인역 성경, 이사야서 5:6)

  • οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη. (Aristophanes, Lysistrata, Prologue 4:11)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Prologue 4:11)

유의어

  1. 욕조

  2. 소형 보트

  3. 요람

  4. 무덤

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION