Ancient Greek-English Dictionary Language

σῖγα

; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: σῖγα

Etym.: sigh/

Sense

  1. silently, silent, hush! be still!, silence
  2. under one's breath, in a whisper, secretly

Examples

  • σῖγα πᾶσ ὕφιζ’· (Euripides, Rhesus, episode, trochees2)
  • σῖγα, Καδμείων στίχεσ, ἀκούσαθ’· (Euripides, Suppliants, episode22)
  • κοὐδὲν Κρέων τοῖσδ’ ἀντεκήρυξεν λόγοισ, ἀλλ’ ἧστ’ ἐφ’ ὅπλοισ σῖγα. (Euripides, Suppliants, episode 1:1)
  • Σιγᾶτ’, Ἀχαιοί, σῖγα πᾶσ ἔστω λεώσ, σίγα σιώπα· (Euripides, Hecuba, episode 1:9)
  • κάθησο, σῖγα. (Aristophanes, Acharnians, Prologue 2:19)
  • καὶ Τωβὶτ λέγει αὐτῇ. σίγα, μὴ λόγον ἔχει, ὑγιαίνει. (Septuagint, Liber Thobis 10:6)
  • καὶ εἶπεν αὐτῷ. σίγα, μὴ πλάνα με, ἀπώλετο τὸ παιδίον μου. καὶ ἐπορεύετο καθ̓ ἡμέραν εἰσ τὴν ὁδὸν ἔξω, οἵασ ἀπῆλθεν, ἡμέρασ τε ἄρτον οὐκ ἤσθιε, τὰσ δέ νύκτασ οὐ διελίμπανε θρηνοῦσα Τωβίαν τὸν υἱὸν αὐτῆσ, ἕωσ οὗ συνετελέσθησαν αἱ δεκατέσσαρεσ ἡμέραι τοῦ γάμου, ἃσ ὤμοσε Ραγουὴλ ποιῆσαι αὐτὸν ἐκεῖ. εἶπε δὲ Τωβίασ τῷ Ραγουήλ. ἐξαπόστειλόν με, ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου οὐκέτι ἐλπίζουσιν ὄψεσθαί με. (Septuagint, Liber Thobis 10:7)
  • καὶ ἐρεῖ. οὐκέτι. καὶ ἐρεῖ. σίγα, ἕνεκα τοῦ μὴ ὀνομάσαι τὸ ὄνομα Κυρίου. (Septuagint, Prophetia Amos 6:11)
  • καὶ οὐκέτι μὴ εἴπωσι τῷ μωρῷ ἄρχειν, καὶ οὐκέτι μὴ εἴπωσιν οἱ ὑπηρέται σου. σίγα. (Septuagint, Liber Isaiae 32:5)
  • σὺ δὲ κήρυττε, ὦ Ἑρμῆ, τὸ κήρυγμα τὸ ἐκ τοῦ νόμου, ἄκουε, σίγα. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 1:2)

Synonyms

  1. silently

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION