- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σιδηρεία?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: sidēreia 고전 발음: [시데:레] 신약 발음: [시데리아]

기본형: σιδηρεία

형태분석: σιδηρει (어간) + α (어미)

어원: σίδηρος

  1. 철과 관련된 일
  1. a working in iron

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σιδηρεία

철과 관련된 일이

σιδηρεία

철과 관련된 일들이

σιδηρεῖαι

철과 관련된 일들이

속격 σιδηρείας

철과 관련된 일의

σιδηρείαιν

철과 관련된 일들의

σιδηρειῶν

철과 관련된 일들의

여격 σιδηρείᾳ

철과 관련된 일에게

σιδηρείαιν

철과 관련된 일들에게

σιδηρείαις

철과 관련된 일들에게

대격 σιδηρείαν

철과 관련된 일을

σιδηρεία

철과 관련된 일들을

σιδηρείας

철과 관련된 일들을

호격 σιδηρεία

철과 관련된 일아

σιδηρεία

철과 관련된 일들아

σιδηρεῖαι

철과 관련된 일들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δ ἄρα μέσσῳ αἱματόεις ἕστηκεν, ἀτείρεος Ἄρεος εἰκών, δένδρον δ ὡς ἕστηκε σιδηρείαις ὑπὸ ῥίζαις, κοὐκ ἐθέλεν πεσέειν: (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 6a 1:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 6a 1:2)

  • ἐρυμνὸν γάρ ἐστι καὶ λῃστρικόν, κάτοπτον δὲ ἐκ πολλοῦ τοῖς προσπλέουσι, καλεῖται δὲ [καὶ] Διάνιον, οἱο῀ν Ἀρτεμίσιον, ἔχον σιδηρεῖα εὐφυῆ πλησίον καὶ νησίδια Πλανησίαν καὶ Πλουμβαρίαν καὶ λιμνοθάλατταν ὑπερκειμένην, ἔχουσαν ἐν κύκλῳ σταδίους τετρακοσίους. (Strabo, Geography, book 3, chapter 4 12:9)

    (스트라본, 지리학, book 3, chapter 4 12:9)

  • συγχωρήσας γὰρ ὅτι, εἰ καὶ μὴ ἔστι νῦν ἐν τοῖς Χάλυψι τὰ ἀργυρεῖα, ὑπάρξαι γε ἐνεδέχετο, ἐκεῖνό γε οὐ συγχωρεῖ ὅτι καὶ ἔνδοξα ἦν καὶ ἄξια μνήμης, καθάπερ τὰ σιδηρεῖα. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 3 41:4)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 3 41:4)

  • τί δὲ κωλύει, φαίη τις ἄν, καὶ ἔνδοξα εἶναι, καθάπερ καὶ τὰ σιδηρεῖα· (Strabo, Geography, Book 12, chapter 3 41:5)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 3 41:5)

유의어

  1. 철과 관련된 일

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION