σέβας
;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σέβας
Etym.: only in nom., acc., and voc. sg.
Sense
- reverential awe, a feeling of awe, reverence, worship, reverence for
- the object of awe, holiness, majesty
- an object of wonder, a wonder, an honour conferred
- μῶν, Φοῖβε Παιάν, σὸν γεραίρουσιν σέβασ; (Lucian, 19)
- ὦ σέβασ ἐμοὶ μέγιστον, Ἀγαμέμνων ἄναξ, ἥκομεν, ἐφετμαῖσ οὐκ ἀπιστοῦσαι σέθεν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, anapests 1:19)
- οὗ σέβασ ἀρρήτων ἱερῶν, ἵνα μυστοδόκοσ δόμοσ ἐν τελεταῖσ ἁγίαισ ἀναδείκνυται, οὐρανίοισ τε θεοῖσ δωρήματα, ναοί θ’ ὑψερεφεῖσ καὶ ἀγάλματα, καὶ πρόσοδοι μακάρων ἱερώταται, εὐστέφανοί τε θεῶν θυσίαι θαλίαι τε, παντοδαπαῖσ ἐν ὡρ́αισ, ἦρί τ’ ἐπερχομένῳ Βρομία χάρισ, εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα, καὶ μοῦσα βαρύβρομοσ αὐλῶν. (Aristophanes, Clouds, Parodos, antistrophe 12)
- σὺ δ’, ὦ Ζεῦ πρόγονε καὶ Δίκησ σέβασ, δότ’ εὐτυχῆσαι τῷδ’ ἐμοί τε τῇδέ τε· (Euripides, episode, anapests 7:16)
- σέβασ μ’ ἔχει εἰσορόωντα Σωκράτησ δ’ ἂν εἶπεν ἢ καὶ Διογένησ ὅσσα τάδ’ ἄθλια πολλὰ καὶ ἄχρηστα καὶ μάταια· (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 9 3:2)
Synonyms
-
reverential awe
-
the object of awe
-
an object of wonder
- τίμιος (conferring honour, honourable)
- συγκοσμέω (to confer honour on, to be an ornament to)