θύρσος
2군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
θύρσος
θύρσου
형태분석:
θυρς
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 덩굴 잎으로 꾸며진 지팡이
- a wand wreathed in ivy and vine-leaves with a pine-cone at the top, carried by the devotees of Dionysus
- the devotees themselves
참고
Hesychius defines it as κλάδος (kládos, “stick, branch”), ῥάβδος (rhábdos, “stick, rod”) with heterog. pl. qu/rsa
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Καὶ μὴν οὗτόσ γε ὁ θηλυμίτρησ, ὁ ἁβρότεροσ τῶν γυναικῶν οὐ μόνον, ὦ Ἥρα, τὴν Λυδίαν ἐχειρώσατο καὶ τοὺσ κατοικοῦντασ τὸν Τμῶλον ἔλαβε καὶ τοὺσ Θρᾷκασ ὑπηγάγετο, ἀλλὰ καὶ ἐπ̓ Ἰνδοὺσ ἐλάσασ τῷ γυναικείῳ τούτῳ στρατιωτικῷ τούσ τε ἐλέφαντασ εἷλε καὶ τῆσ χώρασ ἐκράτησε καὶ τὸν βασιλέα πρὸσ ὀλίγον ἀντιστῆναι τολμήσαντα αἰχμάλωτον ἀπήγαγε, καὶ ταῦτα πάντα ἔπραξεν ὀρχούμενοσ ἅμα καὶ χορεύων θύρσοισ χρώμενοσ κιττίνοισ, μεθύων, ὡσ φήσ, καὶ ἐνθεάζων. (Lucian, Dialogi deorum, 1:2)
(루키아노스, Dialogi deorum, 1:2)
- ἀλλ’ ἕπεσθέ μοι, ἕπεσθε θύρσοισ διὰ χερῶν ὡπλισμέναι. (Euripides, episode, trochees 7:5)
(에우리피데스, episode, trochees 7:5)
- ἡ δὲ Ὀλυμπιὰσ μᾶλλον ἑτέρων ζηλώσασα τὰσ κατοχάσ καὶ τοὺσ ἐνθουσιασμοὺσ ἐξάγουσα βαρβαρικώτερον ὄφεισ μεγάλουσ χειροήθεισ ἐφείλκετο τοῖσ θιάσοισ, οἳ πολλάκισ ἐκ τοῦ κιττοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι καὶ περιελιττόμενοι τοῖσ θύρσοισ τῶν γυναικῶν καὶ τοῖσ στεφάνοισ ἐξέπληττον τοὺσ ἄνδρασ. (Plutarch, Alexander, chapter 2 6:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 2 6:1)
- ἀνακαλοῦνται δ’ αὐτὸν ὑπὸ σαλπίγγων ἐξ ὕδατοσ, ἐμβάλλοντεσ εἰσ τὴν ἄβυσσον ἄρνα τῷ Πυλαόχῳ τὰσ δὲ σάλπιγγασ ἐν θύρσοισ ἀποκρύπτουσιν, ὡσ Σωκράτησ ἐν τοῖσ περὶ Ὁσίων εἴρηκεν. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 35 4:1)
(플루타르코스, De Iside et Osiride, section 35 4:1)
- καὶ κούφοιο βαρὺν τυπάνου βρόμον, ἠδὲ φορηθὲν πολλάκι μιτροδέτου λῖκνον ὕπερθε κόμησ, Εὐάνθη Βάκχῳ, τὴν ἔντρομον ἁνίκα θύρσοισ ἄτρομον εἰσ προπόσεισ χεῖρα μετημφίασεν. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 165 1:1)
(작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 165 1:1)
유의어
-
the devotees themselves
-
- γάρσανα (Hesychius defines it as φρύγανα )
- κύλλα (Hesychius defines it as σκύλαξ )
- κύβας (Hesychius defines the word as σορός (συρός in some codices))