θρόνος?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: thronos
고전 발음: [트로노스]
신약 발음: [트로노스]
기본형:
θρόνος
θρόνου
형태분석:
θρον
(어간)
+
ος
(어미)
어원: Θράω
뜻
- 자리, 의자
- 옥좌, 왕위
- seat
- throne
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ τελευτήσει πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ πρωτοτόκου Φαραώ, ὃς κάθηται ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ ἕως πρωτοτόκου τῆς θεραπαίνης τῆς παρὰ τὸν μύλον καὶ ἕως πρωτοτόκου παντὸς κτήνους, (Septuagint, Liber Exodus 11:5)
(70인역 성경, 탈출기 11:5)
- Ἐγενήθη δὲ μεσούσης τῆς νυκτὸς καὶ Κύριος ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ πρωτοτόκου Φαραὼ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου ἕως πρωτοτόκου τῆς αἰχμαλωτίδος τῆς ἐν τῷ λάκκῳ καὶ ἕως πρωτοτόκου παντὸς κτήνους. (Septuagint, Liber Exodus 12:29)
(70인역 성경, 탈출기 12:29)
- καὶ Ἀὼδ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν, καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐν τῷ ὑπερῴῳ τῷ θερινῷ τῷ ἑαυτοῦ μονώτατος. καὶ εἶπεν Ἀώδ. λόγος Θεοῦ μοι πρός σε, βασιλεῦ. καὶ ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου Ἐγλὼμ ἐγγὺς αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudicum 3:20)
(70인역 성경, 판관기 3:20)
- δεῦρο εἴσελθε πρὸς τὸν βασιλέα Δαυὶδ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτὸν λέγουσα. οὐχὶ σύ, κύριέ μου βασιλεῦ, ὤμοσας τῇ δούλῃ σου λέγων ὅτι ὁ υἱός σου Σαλωμὼν βασιλεύσει μετ᾿ ἐμὲ καὶ αὐτὸς καθιεῖται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου; καὶ τί ὅτι ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας; (Septuagint, Liber I Regum 1:13)
(70인역 성경, 열왕기 상권 1:13)
- ἡ δὲ εἶπε. κύριέ μου βασιλεῦ, σὺ ὤμοσας ἐν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου τῇ δούλῃ σου λέγων. ὅτι ὁ υἱός σου Σαλωμὼν βασιλεύσει μετ᾿ ἐμὲ καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου. (Septuagint, Liber I Regum 1:17)
(70인역 성경, 열왕기 상권 1:17)
유의어
-
자리
- θάκημα (자리, 의자)
- καθέδρα (자리, 의자)
- κῆρ (The seat of the will)
- πρωτοκαθεδρία (the first seat)
- ἐνθάκησις (a sitting in, seat in)
- ἀνάβαθρον (raised seat)
- χρηστήριον (the seat of an oracle)
- μαντεῖον (the seat of an oracle)
- κῆρ (The seat of the passions)
- ἑδώλιον (자리, 의자, 좌석)
- ἕδρανον (자리, 거처, 의자)
- ἔδεθλον (자리, 거처, 의자)
- καθέδρα ( rower's seat)
- δίφραξ (의자, 자리, 좌석)
- θᾶκος (의자, 자리, 좌석)
- σέλμα (자리, 의자, 옥좌)
- θεωρητήριον (a seat in a theatre)
- φρήν (The seat of emotions)
- ὑπανάστασις (a rising up from one's seat)
-
옥좌