θρόνος
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
θρόνος
θρόνου
형태분석:
θρον
(어간)
+
ος
(어미)
어원: Qra/w
뜻
- 자리, 의자
- 옥좌, 왕위
- seat
- throne
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὅτι ἐκεῖ ἐκάθισαν θρόνοι εἰσ κρίσιν, θρόνοι ἐπὶ οἶκον Δαυί̈δ. (Septuagint, Liber Psalmorum 121:5)
(70인역 성경, 시편 121:5)
- ἐθεώρουν ἕωσ ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸσ ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆσ κεφαλῆσ αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνοσ αὐτοῦ φλὸξ πυρόσ, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον. (Septuagint, Prophetia Danielis 7:9)
(70인역 성경, 다니엘서 7:9)
- "ἐπόμπευσαν δὲ καὶ θρόνοι πολλοὶ ἐξ ἐλέφαντοσ καὶ χρυσοῦ κατεσκευασμένοι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 31 3:4)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 31 3:4)
- μηδέ τισ κικλῃσκέτω ξυμφορᾷ τετυμμένοσ, τοῦτ’ ἔποσ θροούμενοσ, ὦ δίκα, ὦ θρόνοι τ’ Ἐρινύων. (Aeschylus, Eumenides, choral, strophe 21)
(아이스킬로스, 에우메니데스, choral, strophe 21)
- φεῦ, οἱαίσιν ἐν φροντίσι Κνώσιον ἔσχασεν στραταγέταν, ἐπεὶ μόλ’ ἀδίαντοσ ἐξ ἁλὸσ θαῦμα πάντεσσι, λάμ‐ πε δ’ ἀμφὶ γυίοισ θεῶν δῶρ’, ἀγλαό‐ θρονοί τε κοῦραι σὺν εὐ‐ θυμία νεοκτίτῳ ὠλόλυξαν, ἔ‐ κλαγεν δὲ πόντοσ· (Bacchylides, , dithyrambs, ode 17
6:2) (바킬리데스, , dithyrambs, ode 17 6:2)
유의어
-
자리
- θάκημα (자리, 의자)
- καθέδρᾱ (자리, 의자)
- κῆρ (The seat of the will)
- πρωτοκαθεδρία (the first seat)
- ἐνθάκησις (a sitting in, seat in)
- ἀνάβαθρον (raised seat)
- χρηστήριον (the seat of an oracle)
- μαντεῖον (the seat of an oracle)
- κῆρ (The seat of the passions)
- ἑδώλιον (자리, 의자, 좌석)
- ἕδρανον (자리, 거처, 의자)
- ἔδεθλον (자리, 거처, 의자)
- καθέδρᾱ ( rower's seat)
- δίφραξ (의자, 자리, 좌석)
- θᾶκος (의자, 자리, 좌석)
- σέλμα (자리, 의자, 옥좌)
- θεωρητήριον (a seat in a theatre)
- φρήν (The seat of emotions)
- ὑπανάστασις (a rising up from one's seat)
-
옥좌