θραῦσμα
Third declension Noun; Neuter
Transliteration:
Principal Part:
θραῦσμα
θραυσ́ματος
Structure:
θραυσματ
(Stem)
Sense
- that which is broken, a fragment, wreck, piece
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- λιθίνησ δέ τινοσ ἄλλησ θραύσματα ἐδείκνυτο παλαιά, ὡσ ταῦτα μᾶλλον εἰκάσαι ἐκεῖνα εἶναι τὰ λείψανα τῆσ ἀγκύρασ τῆσ Ἀργοῦσ. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 9 3:1)
- καὶ ψηχομένων ὑπὸ τῆσ θαλάττησ, ἀπιέναι μέρη καὶ θραύσματα πολλὰ καὶ λεπτὰ εἰκὸσ συνεχῶσ, ἃ τοῖσ χρώμασιν ἀλλήλων διαφέροντα τοῖσ μὲν ἄλλοισ οὐ προσίσχεται σώμασιν ἀλλὰ λανθάνει περιολισθάνοντα τῶν πυκνοτέρουσ ἐχόντων πόρουσ ἢ διεκθέοντα τῶν μανοτέρουσ. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 19 9:1)
- Ἐμπεδοκλῆσ πρὸ τῶν τεσσάρων στοιχείων θραύσματα ἐλάχιστα, οἱονεὶ στοιχεῖα πρὶν στοιχείων, ὁμοιομερῆ, ὅ ἐστι στρογγύλα. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 1, 1)
- τοῦτο δὲ τὸ ῥεῦμα εἰσ ὁμοιοσχήμονα θρύπτεσθαι θραύσματα ὁμοιοσχήμονα δὲ λέγεται τὰ στρογγύλα τοῖσ στρογγύλοισ καὶ σκαληνὰ καὶ τρίγωνα τοῖσ ὁμοιογενέσι τούτων δ’ ἐμπιπτόντων ταῖσ ἀκοαῖσ, ἀποτελεῖσθαι τὴν αἴσθησιν τῆσ φωνῆσ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, 3:1)
- ἔχοι δ’ ἄν τισ πρὸσ τούτουσ εἰπεῖν , πῶσ ὀλίγα θραύσματα πνεύματοσ μυρίανδρον ἐκπληροῖ θέατρον; (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, 8:1)
Synonyms
-
that which is broken
- κλάσμα (that which is broken off, a fragment, morsel)
- ναυάγιον (a piece of wreck, the wreck)
- θρύμμα (that which is broken off, a piece, bit)