Ancient Greek-English Dictionary Language

θανατηφόρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: θανατηφόρος θανατηφόρον

Structure: θανατηφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. death-bringing, mortal

Examples

  • ἐὰν ὦσι χίλιοι ἄγγελοι θανατηφόροι, εἷσ αὐτῶν οὐ μὴ τρώσῃ αὐτόν. ἐὰν νοήσῃ τῇ καρδίᾳ ἐπιστραφῆναι πρὸσ Κύριον, ἀναγγείλῃ δὲ ἀνθρώπῳ τὴν ἑαυτοῦ μέμψιν, τὴν δὲ ἄνοιαν αὐτοῦ δείξῃ, (Septuagint, Liber Iob 33:23)
  • καὶ εἰσὶ μὲν δήπου πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θανατηφόροι, σὺ δὲ διὰ τὸ εὐμετάβολοσ εἶναι πλείστοισ μὲν μεταίτιοσ εἶ ἐξ ὀλιγαρχίασ ὑπὸ τοῦ δήμου ἀπολωλέναι, πλείστοισ δ’ ἐκ δημοκρατίασ ὑπὸ τῶν βελτιόνων. (Xenophon, Hellenica, , chapter 3 38:1)

Synonyms

  1. death-bringing

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION