헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρυμνός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρυμνός

형태분석: πρυμν (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 꼭대기의, 극도의, 처음의, 가장자리의
  1. hindmost, undermost, end-most, end of
  2. cut off at the root
  3. broad at base

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πρυμνός

꼭대기의 (이)가

πρυμνή

꼭대기의 (이)가

πρύμνον

꼭대기의 (것)가

속격 πρυμνοῦ

꼭대기의 (이)의

πρυμνῆς

꼭대기의 (이)의

πρύμνου

꼭대기의 (것)의

여격 πρυμνῷ

꼭대기의 (이)에게

πρυμνῇ

꼭대기의 (이)에게

πρύμνῳ

꼭대기의 (것)에게

대격 πρυμνόν

꼭대기의 (이)를

πρυμνήν

꼭대기의 (이)를

πρύμνον

꼭대기의 (것)를

호격 πρυμνέ

꼭대기의 (이)야

πρυμνή

꼭대기의 (이)야

πρύμνον

꼭대기의 (것)야

쌍수주/대/호 πρυμνώ

꼭대기의 (이)들이

πρυμνᾱ́

꼭대기의 (이)들이

πρύμνω

꼭대기의 (것)들이

속/여 πρυμνοῖν

꼭대기의 (이)들의

πρυμναῖν

꼭대기의 (이)들의

πρύμνοιν

꼭대기의 (것)들의

복수주격 πρυμνοί

꼭대기의 (이)들이

πρυμναί

꼭대기의 (이)들이

πρύμνα

꼭대기의 (것)들이

속격 πρυμνῶν

꼭대기의 (이)들의

πρυμνῶν

꼭대기의 (이)들의

πρύμνων

꼭대기의 (것)들의

여격 πρυμνοῖς

꼭대기의 (이)들에게

πρυμναῖς

꼭대기의 (이)들에게

πρύμνοις

꼭대기의 (것)들에게

대격 πρυμνούς

꼭대기의 (이)들을

πρυμνᾱ́ς

꼭대기의 (이)들을

πρύμνα

꼭대기의 (것)들을

호격 πρυμνοί

꼭대기의 (이)들아

πρυμναί

꼭대기의 (이)들아

πρύμνα

꼭대기의 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 πρυμνός

πρυμνοῦ

꼭대기의 (이)의

πρυμνότερος

πρυμνοτεροῦ

더 꼭대기의 (이)의

πρυμνότατος

πρυμνοτατοῦ

가장 꼭대기의 (이)의

부사 πρύμνως

πρυμνότερον

πρυμνότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ δ̓ ἄλλα ἡλίκοσ μὲν ὁ ἱστόσ, ὅσην δὲ ἀνέχει τὴν κεραίαν, οἱῴ καὶ προτόνῳ κέχρηται καὶ συνέχεται, ὡσ δὲ ἡ πρύμνα μὲν ἐπανέστηκεν ἠρέμα καμπύλη χρυσοῦν χηνίσκον ἐπικειμένη, καταντικρὺ δὲ ἀνάλογον ἡ πρῷρα ὑπερβέβηκεν ἐσ τὸ πρόσω ἀπομηκυνομένη, τὴν ἐπώνυμον τῆσ νεὼσ θεὸν ἔχουσα τὴν Ἶσιν ἑκατέρωθεν· (Lucian, 10:2)

    (루키아노스, 10:2)

  • χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν ἀρχὸσ ἐν πρύμνᾳ πατέρ’ Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα, καὶ ὠκυπόρουσ κυμάτων ῥιπὰσ ἀνέμων τ’ ἐκάλει, νύκτασ τε καὶ πόντου κελεύθουσ ἄματά τ’ εὔφρονα καὶ φιλίαν νόστοιο μοῖραν· (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 4 60:1)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 4 60:1)

  • ἔτυχεν γὰρ τῇ προτεραίᾳ τῆσ δίκησ ἡ πρύμνα ἐστεμμένη τοῦ πλοίου ὃ εἰσ Δῆλον Ἀθηναῖοι πέμπουσιν. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 5:5)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 5:5)

  • ὑμεῖσ γάρ ἐστε νῦν τὸ δὴ λεγόμενον πρῷρα καὶ πρύμνα τῆσ Ἑλλάδοσ, ὄλβιοι μὲν καὶ ἀφνειοὶ καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων ἐκ παλαιῶν χρόνων ὑπὸ τῶν ποιητῶν καὶ τῶν θεῶν ὀνομαζόμενοι, ὅτε καὶ τῶν ἄλλων τισὶν ὑπῆρχε καὶ πλουτεῖν καὶ δύνασθαι· (Dio, Chrysostom, Orationes, 67:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 67:1)

  • περιπεσόντεσ δὲ εἰσ τόπον διθάλασσον ἐπέκειλαν τὴν ναῦν, καὶ ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτοσ, ἡ δὲ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆσ βίασ. (, chapter 19 329:1)

    (, chapter 19 329:1)

유의어

  1. cut off at the root

  2. broad at base

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION