Ancient Greek-English Dictionary Language

προστρέπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προστρέπω προστρέψω

Structure: προς (Prefix) + τρέπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate, to entreat, to pray that
  2. to approach

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστρέπω προστρέπεις προστρέπει
Dual προστρέπετον προστρέπετον
Plural προστρέπομεν προστρέπετε προστρέπουσιν*
SubjunctiveSingular προστρέπω προστρέπῃς προστρέπῃ
Dual προστρέπητον προστρέπητον
Plural προστρέπωμεν προστρέπητε προστρέπωσιν*
OptativeSingular προστρέποιμι προστρέποις προστρέποι
Dual προστρέποιτον προστρεποίτην
Plural προστρέποιμεν προστρέποιτε προστρέποιεν
ImperativeSingular προστρέπε προστρεπέτω
Dual προστρέπετον προστρεπέτων
Plural προστρέπετε προστρεπόντων, προστρεπέτωσαν
Infinitive προστρέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προστρεπων προστρεποντος προστρεπουσα προστρεπουσης προστρεπον προστρεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστρέπομαι προστρέπει, προστρέπῃ προστρέπεται
Dual προστρέπεσθον προστρέπεσθον
Plural προστρεπόμεθα προστρέπεσθε προστρέπονται
SubjunctiveSingular προστρέπωμαι προστρέπῃ προστρέπηται
Dual προστρέπησθον προστρέπησθον
Plural προστρεπώμεθα προστρέπησθε προστρέπωνται
OptativeSingular προστρεποίμην προστρέποιο προστρέποιτο
Dual προστρέποισθον προστρεποίσθην
Plural προστρεποίμεθα προστρέποισθε προστρέποιντο
ImperativeSingular προστρέπου προστρεπέσθω
Dual προστρέπεσθον προστρεπέσθων
Plural προστρέπεσθε προστρεπέσθων, προστρεπέσθωσαν
Infinitive προστρέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστρεπομενος προστρεπομενου προστρεπομενη προστρεπομενης προστρεπομενον προστρεπομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστρέψω προστρέψεις προστρέψει
Dual προστρέψετον προστρέψετον
Plural προστρέψομεν προστρέψετε προστρέψουσιν*
OptativeSingular προστρέψοιμι προστρέψοις προστρέψοι
Dual προστρέψοιτον προστρεψοίτην
Plural προστρέψοιμεν προστρέψοιτε προστρέψοιεν
Infinitive προστρέψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προστρεψων προστρεψοντος προστρεψουσα προστρεψουσης προστρεψον προστρεψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προστρέψομαι προστρέψει, προστρέψῃ προστρέψεται
Dual προστρέψεσθον προστρέψεσθον
Plural προστρεψόμεθα προστρέψεσθε προστρέψονται
OptativeSingular προστρεψοίμην προστρέψοιο προστρέψοιτο
Dual προστρέψοισθον προστρεψοίσθην
Plural προστρεψοίμεθα προστρέψοισθε προστρέψοιντο
Infinitive προστρέψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προστρεψομενος προστρεψομενου προστρεψομενη προστρεψομενης προστρεψομενον προστρεψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to turn towards a god

  2. to approach

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION