헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκόπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσκόπτω προσκόψω

형태분석: προς (접두사) + κόπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 때리다, 두드리다, 치다
  1. to strike, against
  2. to stumble or strike against, to take offence at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκόπτω

(나는) 때린다

προσκόπτεις

(너는) 때린다

προσκόπτει

(그는) 때린다

쌍수 προσκόπτετον

(너희 둘은) 때린다

προσκόπτετον

(그 둘은) 때린다

복수 προσκόπτομεν

(우리는) 때린다

προσκόπτετε

(너희는) 때린다

προσκόπτουσιν*

(그들은) 때린다

접속법단수 προσκόπτω

(나는) 때리자

προσκόπτῃς

(너는) 때리자

προσκόπτῃ

(그는) 때리자

쌍수 προσκόπτητον

(너희 둘은) 때리자

προσκόπτητον

(그 둘은) 때리자

복수 προσκόπτωμεν

(우리는) 때리자

προσκόπτητε

(너희는) 때리자

προσκόπτωσιν*

(그들은) 때리자

기원법단수 προσκόπτοιμι

(나는) 때리기를 (바라다)

προσκόπτοις

(너는) 때리기를 (바라다)

προσκόπτοι

(그는) 때리기를 (바라다)

쌍수 προσκόπτοιτον

(너희 둘은) 때리기를 (바라다)

προσκοπτοίτην

(그 둘은) 때리기를 (바라다)

복수 προσκόπτοιμεν

(우리는) 때리기를 (바라다)

προσκόπτοιτε

(너희는) 때리기를 (바라다)

προσκόπτοιεν

(그들은) 때리기를 (바라다)

명령법단수 προσκόπτε

(너는) 때려라

προσκοπτέτω

(그는) 때려라

쌍수 προσκόπτετον

(너희 둘은) 때려라

προσκοπτέτων

(그 둘은) 때려라

복수 προσκόπτετε

(너희는) 때려라

προσκοπτόντων, προσκοπτέτωσαν

(그들은) 때려라

부정사 προσκόπτειν

때리는 것

분사 남성여성중성
προσκοπτων

προσκοπτοντος

προσκοπτουσα

προσκοπτουσης

προσκοπτον

προσκοπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκόπτομαι

(나는) 맞는다

προσκόπτει, προσκόπτῃ

(너는) 맞는다

προσκόπτεται

(그는) 맞는다

쌍수 προσκόπτεσθον

(너희 둘은) 맞는다

προσκόπτεσθον

(그 둘은) 맞는다

복수 προσκοπτόμεθα

(우리는) 맞는다

προσκόπτεσθε

(너희는) 맞는다

προσκόπτονται

(그들은) 맞는다

접속법단수 προσκόπτωμαι

(나는) 맞자

προσκόπτῃ

(너는) 맞자

προσκόπτηται

(그는) 맞자

쌍수 προσκόπτησθον

(너희 둘은) 맞자

προσκόπτησθον

(그 둘은) 맞자

복수 προσκοπτώμεθα

(우리는) 맞자

προσκόπτησθε

(너희는) 맞자

προσκόπτωνται

(그들은) 맞자

기원법단수 προσκοπτοίμην

(나는) 맞기를 (바라다)

προσκόπτοιο

(너는) 맞기를 (바라다)

προσκόπτοιτο

(그는) 맞기를 (바라다)

쌍수 προσκόπτοισθον

(너희 둘은) 맞기를 (바라다)

προσκοπτοίσθην

(그 둘은) 맞기를 (바라다)

복수 προσκοπτοίμεθα

(우리는) 맞기를 (바라다)

προσκόπτοισθε

(너희는) 맞기를 (바라다)

προσκόπτοιντο

(그들은) 맞기를 (바라다)

명령법단수 προσκόπτου

(너는) 맞아라

προσκοπτέσθω

(그는) 맞아라

쌍수 προσκόπτεσθον

(너희 둘은) 맞아라

προσκοπτέσθων

(그 둘은) 맞아라

복수 προσκόπτεσθε

(너희는) 맞아라

προσκοπτέσθων, προσκοπτέσθωσαν

(그들은) 맞아라

부정사 προσκόπτεσθαι

맞는 것

분사 남성여성중성
προσκοπτομενος

προσκοπτομενου

προσκοπτομενη

προσκοπτομενης

προσκοπτομενον

προσκοπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκόψω

(나는) 때리겠다

προσκόψεις

(너는) 때리겠다

προσκόψει

(그는) 때리겠다

쌍수 προσκόψετον

(너희 둘은) 때리겠다

προσκόψετον

(그 둘은) 때리겠다

복수 προσκόψομεν

(우리는) 때리겠다

προσκόψετε

(너희는) 때리겠다

προσκόψουσιν*

(그들은) 때리겠다

기원법단수 προσκόψοιμι

(나는) 때리겠기를 (바라다)

προσκόψοις

(너는) 때리겠기를 (바라다)

προσκόψοι

(그는) 때리겠기를 (바라다)

쌍수 προσκόψοιτον

(너희 둘은) 때리겠기를 (바라다)

προσκοψοίτην

(그 둘은) 때리겠기를 (바라다)

복수 προσκόψοιμεν

(우리는) 때리겠기를 (바라다)

προσκόψοιτε

(너희는) 때리겠기를 (바라다)

προσκόψοιεν

(그들은) 때리겠기를 (바라다)

부정사 προσκόψειν

때릴 것

분사 남성여성중성
προσκοψων

προσκοψοντος

προσκοψουσα

προσκοψουσης

προσκοψον

προσκοψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκόψομαι

(나는) 맞겠다

προσκόψει, προσκόψῃ

(너는) 맞겠다

προσκόψεται

(그는) 맞겠다

쌍수 προσκόψεσθον

(너희 둘은) 맞겠다

προσκόψεσθον

(그 둘은) 맞겠다

복수 προσκοψόμεθα

(우리는) 맞겠다

προσκόψεσθε

(너희는) 맞겠다

προσκόψονται

(그들은) 맞겠다

기원법단수 προσκοψοίμην

(나는) 맞겠기를 (바라다)

προσκόψοιο

(너는) 맞겠기를 (바라다)

προσκόψοιτο

(그는) 맞겠기를 (바라다)

쌍수 προσκόψοισθον

(너희 둘은) 맞겠기를 (바라다)

προσκοψοίσθην

(그 둘은) 맞겠기를 (바라다)

복수 προσκοψοίμεθα

(우리는) 맞겠기를 (바라다)

προσκόψοισθε

(너희는) 맞겠기를 (바라다)

προσκόψοιντο

(그들은) 맞겠기를 (바라다)

부정사 προσκόψεσθαι

맞을 것

분사 남성여성중성
προσκοψομενος

προσκοψομενου

προσκοψομενη

προσκοψομενης

προσκοψομενον

προσκοψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσέκοπτον

(나는) 때리고 있었다

προσέκοπτες

(너는) 때리고 있었다

προσέκοπτεν*

(그는) 때리고 있었다

쌍수 προσεκόπτετον

(너희 둘은) 때리고 있었다

προσεκοπτέτην

(그 둘은) 때리고 있었다

복수 προσεκόπτομεν

(우리는) 때리고 있었다

προσεκόπτετε

(너희는) 때리고 있었다

προσέκοπτον

(그들은) 때리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεκοπτόμην

(나는) 맞고 있었다

προσεκόπτου

(너는) 맞고 있었다

προσεκόπτετο

(그는) 맞고 있었다

쌍수 προσεκόπτεσθον

(너희 둘은) 맞고 있었다

προσεκοπτέσθην

(그 둘은) 맞고 있었다

복수 προσεκοπτόμεθα

(우리는) 맞고 있었다

προσεκόπτεσθε

(너희는) 맞고 있었다

προσεκόπτοντο

(그들은) 맞고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 때리다

  2. to stumble or strike against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION