Ancient Greek-English Dictionary Language

προαποχωρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προαποχωρέω προαποχωρήσω

Structure: προ (Prefix) + ἀπο (Prefix) + χωρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go away before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποχώρω προαποχώρεις προαποχώρει
Dual προαποχώρειτον προαποχώρειτον
Plural προαποχώρουμεν προαποχώρειτε προαποχώρουσιν*
SubjunctiveSingular προαποχώρω προαποχώρῃς προαποχώρῃ
Dual προαποχώρητον προαποχώρητον
Plural προαποχώρωμεν προαποχώρητε προαποχώρωσιν*
OptativeSingular προαποχώροιμι προαποχώροις προαποχώροι
Dual προαποχώροιτον προαποχωροίτην
Plural προαποχώροιμεν προαποχώροιτε προαποχώροιεν
ImperativeSingular προαποχῶρει προαποχωρεῖτω
Dual προαποχώρειτον προαποχωρεῖτων
Plural προαποχώρειτε προαποχωροῦντων, προαποχωρεῖτωσαν
Infinitive προαποχώρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποχωρων προαποχωρουντος προαποχωρουσα προαποχωρουσης προαποχωρουν προαποχωρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποχώρουμαι προαποχώρει, προαποχώρῃ προαποχώρειται
Dual προαποχώρεισθον προαποχώρεισθον
Plural προαποχωροῦμεθα προαποχώρεισθε προαποχώρουνται
SubjunctiveSingular προαποχώρωμαι προαποχώρῃ προαποχώρηται
Dual προαποχώρησθον προαποχώρησθον
Plural προαποχωρώμεθα προαποχώρησθε προαποχώρωνται
OptativeSingular προαποχωροίμην προαποχώροιο προαποχώροιτο
Dual προαποχώροισθον προαποχωροίσθην
Plural προαποχωροίμεθα προαποχώροισθε προαποχώροιντο
ImperativeSingular προαποχώρου προαποχωρεῖσθω
Dual προαποχώρεισθον προαποχωρεῖσθων
Plural προαποχώρεισθε προαποχωρεῖσθων, προαποχωρεῖσθωσαν
Infinitive προαποχώρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποχωρουμενος προαποχωρουμενου προαποχωρουμενη προαποχωρουμενης προαποχωρουμενον προαποχωρουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποχωρήσω προαποχωρήσεις προαποχωρήσει
Dual προαποχωρήσετον προαποχωρήσετον
Plural προαποχωρήσομεν προαποχωρήσετε προαποχωρήσουσιν*
OptativeSingular προαποχωρήσοιμι προαποχωρήσοις προαποχωρήσοι
Dual προαποχωρήσοιτον προαποχωρησοίτην
Plural προαποχωρήσοιμεν προαποχωρήσοιτε προαποχωρήσοιεν
Infinitive προαποχωρήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποχωρησων προαποχωρησοντος προαποχωρησουσα προαποχωρησουσης προαποχωρησον προαποχωρησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προαποχωρήσομαι προαποχωρήσει, προαποχωρήσῃ προαποχωρήσεται
Dual προαποχωρήσεσθον προαποχωρήσεσθον
Plural προαποχωρησόμεθα προαποχωρήσεσθε προαποχωρήσονται
OptativeSingular προαποχωρησοίμην προαποχωρήσοιο προαποχωρήσοιτο
Dual προαποχωρήσοισθον προαποχωρησοίσθην
Plural προαποχωρησοίμεθα προαποχωρήσοισθε προαποχωρήσοιντο
Infinitive προαποχωρήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προαποχωρησομενος προαποχωρησομενου προαποχωρησομενη προαποχωρησομενης προαποχωρησομενον προαποχωρησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to go away before

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION