Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυλογία

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: πολυλογία

Structure: πολυλογι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from polu/logos

Sense

  1. much talk, loquacity

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἴσωσ γὰρ οὐ μόνον πρεσβυτικὸν πολυλογία καὶ τὸ μηδένα διωθεῖσθαι ῥᾳδίωσ τῶν ἐμπιπτόντων λόγων, πρὸσ δὲ τῷ πρεσβυτικῷ τυχὸν ἂν εἰή καὶ ἀλητικόν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 1:2)
  • καὶ ἦν μὲν ἴσωσ πολυλογώτεροσ, ἅμα μὲν διὰ τὴν παιδείαν, ὅτι ἠναγκάζετο ὑπὸ τοῦ διδασκάλου καὶ διδόναι λόγον ὧν ἐποίει καὶ λαμβάνειν παρ’ ἄλλων, ὁπότε δικάζοι, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὸ φιλομαθὴσ εἶναι πολλὰ μὲν αὐτὸσ ἀεὶ τοὺσ παρόντασ ἀνηρώτα πῶσ ἔχοντα τυγχάνοι, καὶ ὅσα αὐτὸσ ὑπ’ ἄλλων ἐρωτῷτο, διὰ τὸ ἀγχίνουσ εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο, ὥστ’ ἐκ πάντων τούτων ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 4 5:1)
  • Προσευχόμενοι δὲ μὴ βατταλογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί, δοκοῦσιν γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται· (, chapter 1 215:1)

Synonyms

  1. much talk

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION