Ancient Greek-English Dictionary Language

ποιμενικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ποιμενικός ποιμενική ποιμενικόν

Structure: ποιμενικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poimh/n

Sense

  1. of or for a shepherd

Examples

  • ἡ δὲ λύκαινα οὐ μάλα ἀγριαίνουσα τῶν ἀνθρώπων τῇ προσόδῳ, ἀλλ’ ὡσπερὰν χειροήθησ ἀποστᾶσα τῶν βρεφῶν ἠρέμα καὶ κατὰ πολλὴν ἀλογίαν τοῦ ποιμενικοῦ ὁμίλου ἀπῄει. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 79 10:1)
  • γεωργικοῦ μὲν δὴ πέρι καὶ κυνηγετικοῦ τε καὶ ποιμενικοῦ βίου τάδε πλείω διατριβὴν ἴσωσ παρασχόντα τοῦ μετρίου λελέχθω, προθυμουμένων ἡμῶν ἁμῃγέπῃ δεῖξαι πενίαν ὡσ οὐκ ἄπορον χρῆμα βίου καὶ ζωῆσ πρεπούσησ ἀνδράσιν ἐλευθέροισ αὐτουργεῖν ἐθέλουσιν, ἀλλ’ ἐπὶ κρείττω πολὺ καὶ συμφορώτερα ἔργα καὶ πράξεισἄγον καὶ μᾶλλον κατὰ φύσιν ἢ ἐφ’ οἱᾶ ὁ πλοῦτοσ εἰώθε τοὺσ πολλοὺσ προτρέπειν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 124:1)

Synonyms

  1. of or for a shepherd

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION