Ancient Greek-English Dictionary Language

ποιμενικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ποιμενικός ποιμενική ποιμενικόν

Structure: ποιμενικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poimh/n

Sense

  1. of or for a shepherd

Examples

  • τὰ δὲ πρὸσ μεσημβρίαν κεκλιμένα τῆσ Μεσοποταμίασ καὶ ἀπωτέρω τῶν ὀρῶν ἄνυδρα καὶ λυπρὰ ὄντα ἔχουσιν οἱ σκηνῖται Ἄραβεσ, λῃστρικοί τινεσ καὶ ποιμενικοί, μεθιστάμενοι ῥᾳδίωσ εἰσ ἄλλουσ τόπουσ, ὅταν ἐπιλείπωσιν αἱ νομαὶ καὶ αἱ λεηλασίαι. (Strabo, Geography, book 16, chapter 1 51:1)

Synonyms

  1. of or for a shepherd

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION