- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποιμενικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: poimenikos 고전 발음: [메니꼬] 신약 발음: [쀠매니꼬]

기본형: ποιμενικός ποιμενική ποιμενικόν

형태분석: ποιμενικ (어간) + ος (어미)

어원: ποιμήν

  1. of or for a shepherd

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ποιμενικός

(이)가

ποιμενική

(이)가

ποιμενικόν

(것)가

속격 ποιμενικοῦ

(이)의

ποιμενικῆς

(이)의

ποιμενικοῦ

(것)의

여격 ποιμενικῷ

(이)에게

ποιμενικῇ

(이)에게

ποιμενικῷ

(것)에게

대격 ποιμενικόν

(이)를

ποιμενικήν

(이)를

ποιμενικόν

(것)를

호격 ποιμενικέ

(이)야

ποιμενική

(이)야

ποιμενικόν

(것)야

쌍수주/대/호 ποιμενικώ

(이)들이

ποιμενικά

(이)들이

ποιμενικώ

(것)들이

속/여 ποιμενικοῖν

(이)들의

ποιμενικαῖν

(이)들의

ποιμενικοῖν

(것)들의

복수주격 ποιμενικοί

(이)들이

ποιμενικαί

(이)들이

ποιμενικά

(것)들이

속격 ποιμενικῶν

(이)들의

ποιμενικῶν

(이)들의

ποιμενικῶν

(것)들의

여격 ποιμενικοῖς

(이)들에게

ποιμενικαῖς

(이)들에게

ποιμενικοῖς

(것)들에게

대격 ποιμενικούς

(이)들을

ποιμενικάς

(이)들을

ποιμενικά

(것)들을

호격 ποιμενικοί

(이)들아

ποιμενικαί

(이)들아

ποιμενικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ εἶπε Κύριος πρός με. ἔτι λάβε σεαυτῷ σκεύη ποιμενικὰ ποιμένος ἀπείρου, (Septuagint, Prophetia Zachariae 11:15)

    (70인역 성경, 즈카르야서 11:15)

  • Τοῦτο μὲν οὖν, ὦ θαυμαστὲ Ἡσίοδε, καὶ πάνυ ποιμενικὸν εἴρηταί σοι καὶ ἐπαληθεύειν ἐοίκας τὴν τῶν Μουσῶν ἐπίπνοιαν αὐτὸς οὐδ᾿ ἀπολογεῖσθαι ὑπὲρ τῶν ἐπῶν δυνάμενος, ἡμεῖς δὲ οὐ ταύτην τὴν μαντικὴν παρὰ σοῦ καὶ τῶν Μουσῶν περιεμένομεν: (Lucian, 11:1)

    (루키아노스, 11:1)

  • Νίκανδρος δ ὁ Κολοφώνιος ἐν ταῖς Γλώσσαις ποιμενικὸν ἀγγεῖον μελιτηρὸν τὴν κελέβην εἶναι: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 50 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 50 1:4)

  • ἀλλὰ τὺ γὰρ δὴ Θύρσι τὰ Δάφνιδος ἄλγε ἀείδες καὶ τᾶς βουκολικᾶς ἐπὶ τὸ πλέον ἵκεο μοίσας, δεῦρ ὑπὸ τὰν πτελέαν ἑσδώμεθα, τῶ τε Πριήπω καὶ τᾶν Κραναιᾶν κατεναντίον, ᾇπερ ὁ θῶκος τῆνος ὁ ποιμενικὸς καὶ ταὶ δρύες. (Theocritus, Idylls, 15)

    (테오크리토스, Idylls, 15)

  • τοῖος, ὁκοῖον ὁρᾷς, ὦ παρ ἔμ ἐρχόμενε σύκινος, οὐ ῥίνῃ πεπονημένος, οὐδ ἀπὸ μίλτου, ἀλλ ἀπὸ ποιμενικῆς αὐτομαθοῦς ξοϊ´δος . (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 862)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 862)

  • Ἄβελος μὲν γὰρ ὁ νεώτερος δικαιοσύνης ἐπεμελεῖτο καὶ πᾶσι τοῖς ὑπ αὐτοῦ πραττομένοις παρεῖναι τὸν θεὸν νομίζων ἀρετῆς προενόει, ποιμενικὸς δ ἦν ὁ βίος αὐτῷ: (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 65:3)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 65:3)

유의어

  1. of or for a shepherd

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION