Ancient Greek-English Dictionary Language

πιπράσκω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πιπράσκω

Structure: πιπράσκ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: pipra/skw shortd. from pipera/skw, redupl. form of pera/w2

Sense

  1. to sell, to be sold
  2. to sell, I am bought and sold!, betrayed, ruined, undone

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πιπράσκω πιπράσκεις πιπράσκει
Dual πιπράσκετον πιπράσκετον
Plural πιπράσκομεν πιπράσκετε πιπράσκουσιν*
SubjunctiveSingular πιπράσκω πιπράσκῃς πιπράσκῃ
Dual πιπράσκητον πιπράσκητον
Plural πιπράσκωμεν πιπράσκητε πιπράσκωσιν*
OptativeSingular πιπράσκοιμι πιπράσκοις πιπράσκοι
Dual πιπράσκοιτον πιπρασκοίτην
Plural πιπράσκοιμεν πιπράσκοιτε πιπράσκοιεν
ImperativeSingular πίπρασκε πιπρασκέτω
Dual πιπράσκετον πιπρασκέτων
Plural πιπράσκετε πιπρασκόντων, πιπρασκέτωσαν
Infinitive πιπράσκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
πιπρασκων πιπρασκοντος πιπρασκουσα πιπρασκουσης πιπρασκον πιπρασκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular πιπράσκομαι πιπράσκει, πιπράσκῃ πιπράσκεται
Dual πιπράσκεσθον πιπράσκεσθον
Plural πιπρασκόμεθα πιπράσκεσθε πιπράσκονται
SubjunctiveSingular πιπράσκωμαι πιπράσκῃ πιπράσκηται
Dual πιπράσκησθον πιπράσκησθον
Plural πιπρασκώμεθα πιπράσκησθε πιπράσκωνται
OptativeSingular πιπρασκοίμην πιπράσκοιο πιπράσκοιτο
Dual πιπράσκοισθον πιπρασκοίσθην
Plural πιπρασκοίμεθα πιπράσκοισθε πιπράσκοιντο
ImperativeSingular πιπράσκου πιπρασκέσθω
Dual πιπράσκεσθον πιπρασκέσθων
Plural πιπράσκεσθε πιπρασκέσθων, πιπρασκέσθωσαν
Infinitive πιπράσκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
πιπρασκομενος πιπρασκομενου πιπρασκομενη πιπρασκομενης πιπρασκομενον πιπρασκομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὅτι δὲ καὶ παμπόλλου πιπράσκουσιν Ἄλεξισ ἐν Πυλαίαισ φησὶν ι νὴ τὴν Ἀθηνᾶν, ἀλλ’ ἐγὼ τεθαύμακα τοὺσ ἰχθυοπώλασ, πῶσ ποτ’ οὐχὶ πλούσιοι ἅπαντέσ εἰσι λαμβάνοντεσ βασιλικοὺσ φόρουσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 7 2:4)
  • "διὰ τί τὰ πρὸσ τὰσ ταφὰσ πιπράσκουσιν ἐν τῷ τεμένει τῷ Λιβιτίνησ νομίζοντεσ Ἀφροδίτην εἶναι τὴν Λιβιτίνην; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 231)
  • ἄλλοι γὰρ ἄλλων πιπράσκουσιν. (Epictetus, Works, book 1, 11:4)

Synonyms

  1. to sell

  2. to sell

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION