Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπιπράσκω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαπιπράσκω

Structure: δια (Prefix) + πιπράσκ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to sell off

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπιπράσκω διαπιπράσκεις διαπιπράσκει
Dual διαπιπράσκετον διαπιπράσκετον
Plural διαπιπράσκομεν διαπιπράσκετε διαπιπράσκουσιν*
SubjunctiveSingular διαπιπράσκω διαπιπράσκῃς διαπιπράσκῃ
Dual διαπιπράσκητον διαπιπράσκητον
Plural διαπιπράσκωμεν διαπιπράσκητε διαπιπράσκωσιν*
OptativeSingular διαπιπράσκοιμι διαπιπράσκοις διαπιπράσκοι
Dual διαπιπράσκοιτον διαπιπρασκοίτην
Plural διαπιπράσκοιμεν διαπιπράσκοιτε διαπιπράσκοιεν
ImperativeSingular διαπίπρασκε διαπιπρασκέτω
Dual διαπιπράσκετον διαπιπρασκέτων
Plural διαπιπράσκετε διαπιπρασκόντων, διαπιπρασκέτωσαν
Infinitive διαπιπράσκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπιπρασκων διαπιπρασκοντος διαπιπρασκουσα διαπιπρασκουσης διαπιπρασκον διαπιπρασκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπιπράσκομαι διαπιπράσκει, διαπιπράσκῃ διαπιπράσκεται
Dual διαπιπράσκεσθον διαπιπράσκεσθον
Plural διαπιπρασκόμεθα διαπιπράσκεσθε διαπιπράσκονται
SubjunctiveSingular διαπιπράσκωμαι διαπιπράσκῃ διαπιπράσκηται
Dual διαπιπράσκησθον διαπιπράσκησθον
Plural διαπιπρασκώμεθα διαπιπράσκησθε διαπιπράσκωνται
OptativeSingular διαπιπρασκοίμην διαπιπράσκοιο διαπιπράσκοιτο
Dual διαπιπράσκοισθον διαπιπρασκοίσθην
Plural διαπιπρασκοίμεθα διαπιπράσκοισθε διαπιπράσκοιντο
ImperativeSingular διαπιπράσκου διαπιπρασκέσθω
Dual διαπιπράσκεσθον διαπιπρασκέσθων
Plural διαπιπράσκεσθε διαπιπρασκέσθων, διαπιπρασκέσθωσαν
Infinitive διαπιπράσκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπιπρασκομενος διαπιπρασκομενου διαπιπρασκομενη διαπιπρασκομενης διαπιπρασκομενον διαπιπρασκομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τὰ μὲν τούτων αὐτίκα ἐδημεύετο καὶ διεπιπράσκετο, τὸν δὲ δῆμον ἐσ ἐκκλησίαν συναγαγὼν τήν τε ἀνάγκην τῶν παρόντων ὠλοφύρετο καὶ θαρρεῖν προσέταξεν ὡσ αὐτίκα τῶνδε παυσομένων καὶ τῆσ πολιτείασ ἐσ τὸ δέον ἐλευσομένησ. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 10 5:2)
  • καὶ οἱ μὲν οὕτωσ ἐποίουν, ὁ δὲ Καῖσαρ οὐδὲν ἀνήκεστον ἁμαρτεῖν δόξαντι Λεπίδῳ Λιβύην ἀντὶ τῶν προτέρων ἐθνῶν ἐνήλλασσε καὶ τὰ λοιπὰ τῶν ἐπὶ ταῖσ προγραφαῖσ δεδημευμένων διεπίπρασκε. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 2 1:5)

Synonyms

  1. to sell off

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION