헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιτυγχάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιτυγχάνω περιτεύξομαι περιέτυχον περιτετύχηκα

형태분석: περι (접두사) + τυγχάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 우연히 만나다, 우연히 마주치다, 만나다, 빛을 비추다
  1. to light upon, fall in with, meet with
  2. happens to, befals

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιτυγχάνω

(나는) 우연히 만난다

περιτυγχάνεις

(너는) 우연히 만난다

περιτυγχάνει

(그는) 우연히 만난다

쌍수 περιτυγχάνετον

(너희 둘은) 우연히 만난다

περιτυγχάνετον

(그 둘은) 우연히 만난다

복수 περιτυγχάνομεν

(우리는) 우연히 만난다

περιτυγχάνετε

(너희는) 우연히 만난다

περιτυγχάνουσιν*

(그들은) 우연히 만난다

접속법단수 περιτυγχάνω

(나는) 우연히 만나자

περιτυγχάνῃς

(너는) 우연히 만나자

περιτυγχάνῃ

(그는) 우연히 만나자

쌍수 περιτυγχάνητον

(너희 둘은) 우연히 만나자

περιτυγχάνητον

(그 둘은) 우연히 만나자

복수 περιτυγχάνωμεν

(우리는) 우연히 만나자

περιτυγχάνητε

(너희는) 우연히 만나자

περιτυγχάνωσιν*

(그들은) 우연히 만나자

기원법단수 περιτυγχάνοιμι

(나는) 우연히 만나기를 (바라다)

περιτυγχάνοις

(너는) 우연히 만나기를 (바라다)

περιτυγχάνοι

(그는) 우연히 만나기를 (바라다)

쌍수 περιτυγχάνοιτον

(너희 둘은) 우연히 만나기를 (바라다)

περιτυγχανοίτην

(그 둘은) 우연히 만나기를 (바라다)

복수 περιτυγχάνοιμεν

(우리는) 우연히 만나기를 (바라다)

περιτυγχάνοιτε

(너희는) 우연히 만나기를 (바라다)

περιτυγχάνοιεν

(그들은) 우연히 만나기를 (바라다)

명령법단수 περιτύγχανε

(너는) 우연히 만나라

περιτυγχανέτω

(그는) 우연히 만나라

쌍수 περιτυγχάνετον

(너희 둘은) 우연히 만나라

περιτυγχανέτων

(그 둘은) 우연히 만나라

복수 περιτυγχάνετε

(너희는) 우연히 만나라

περιτυγχανόντων, περιτυγχανέτωσαν

(그들은) 우연히 만나라

부정사 περιτυγχάνειν

우연히 만나는 것

분사 남성여성중성
περιτυγχανων

περιτυγχανοντος

περιτυγχανουσα

περιτυγχανουσης

περιτυγχανον

περιτυγχανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιτυγχάνομαι

(나는) 우연히 만나여진다

περιτυγχάνει, περιτυγχάνῃ

(너는) 우연히 만나여진다

περιτυγχάνεται

(그는) 우연히 만나여진다

쌍수 περιτυγχάνεσθον

(너희 둘은) 우연히 만나여진다

περιτυγχάνεσθον

(그 둘은) 우연히 만나여진다

복수 περιτυγχανόμεθα

(우리는) 우연히 만나여진다

περιτυγχάνεσθε

(너희는) 우연히 만나여진다

περιτυγχάνονται

(그들은) 우연히 만나여진다

접속법단수 περιτυγχάνωμαι

(나는) 우연히 만나여지자

περιτυγχάνῃ

(너는) 우연히 만나여지자

περιτυγχάνηται

(그는) 우연히 만나여지자

쌍수 περιτυγχάνησθον

(너희 둘은) 우연히 만나여지자

περιτυγχάνησθον

(그 둘은) 우연히 만나여지자

복수 περιτυγχανώμεθα

(우리는) 우연히 만나여지자

περιτυγχάνησθε

(너희는) 우연히 만나여지자

περιτυγχάνωνται

(그들은) 우연히 만나여지자

기원법단수 περιτυγχανοίμην

(나는) 우연히 만나여지기를 (바라다)

περιτυγχάνοιο

(너는) 우연히 만나여지기를 (바라다)

περιτυγχάνοιτο

(그는) 우연히 만나여지기를 (바라다)

쌍수 περιτυγχάνοισθον

(너희 둘은) 우연히 만나여지기를 (바라다)

περιτυγχανοίσθην

(그 둘은) 우연히 만나여지기를 (바라다)

복수 περιτυγχανοίμεθα

(우리는) 우연히 만나여지기를 (바라다)

περιτυγχάνοισθε

(너희는) 우연히 만나여지기를 (바라다)

περιτυγχάνοιντο

(그들은) 우연히 만나여지기를 (바라다)

명령법단수 περιτυγχάνου

(너는) 우연히 만나여져라

περιτυγχανέσθω

(그는) 우연히 만나여져라

쌍수 περιτυγχάνεσθον

(너희 둘은) 우연히 만나여져라

περιτυγχανέσθων

(그 둘은) 우연히 만나여져라

복수 περιτυγχάνεσθε

(너희는) 우연히 만나여져라

περιτυγχανέσθων, περιτυγχανέσθωσαν

(그들은) 우연히 만나여져라

부정사 περιτυγχάνεσθαι

우연히 만나여지는 것

분사 남성여성중성
περιτυγχανομενος

περιτυγχανομενου

περιτυγχανομενη

περιτυγχανομενης

περιτυγχανομενον

περιτυγχανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιτεύξομαι

(나는) 우연히 만나겠다

περιτεύξει, περιτεύξῃ

(너는) 우연히 만나겠다

περιτεύξεται

(그는) 우연히 만나겠다

쌍수 περιτεύξεσθον

(너희 둘은) 우연히 만나겠다

περιτεύξεσθον

(그 둘은) 우연히 만나겠다

복수 περιτευξόμεθα

(우리는) 우연히 만나겠다

περιτεύξεσθε

(너희는) 우연히 만나겠다

περιτεύξονται

(그들은) 우연히 만나겠다

기원법단수 περιτευξοίμην

(나는) 우연히 만나겠기를 (바라다)

περιτεύξοιο

(너는) 우연히 만나겠기를 (바라다)

περιτεύξοιτο

(그는) 우연히 만나겠기를 (바라다)

쌍수 περιτεύξοισθον

(너희 둘은) 우연히 만나겠기를 (바라다)

περιτευξοίσθην

(그 둘은) 우연히 만나겠기를 (바라다)

복수 περιτευξοίμεθα

(우리는) 우연히 만나겠기를 (바라다)

περιτεύξοισθε

(너희는) 우연히 만나겠기를 (바라다)

περιτεύξοιντο

(그들은) 우연히 만나겠기를 (바라다)

부정사 περιτεύξεσθαι

우연히 만날 것

분사 남성여성중성
περιτευξομενος

περιτευξομενου

περιτευξομενη

περιτευξομενης

περιτευξομενον

περιτευξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιετύγχανον

(나는) 우연히 만나고 있었다

περιετύγχανες

(너는) 우연히 만나고 있었다

περιετύγχανεν*

(그는) 우연히 만나고 있었다

쌍수 περιετυγχάνετον

(너희 둘은) 우연히 만나고 있었다

περιετυγχανέτην

(그 둘은) 우연히 만나고 있었다

복수 περιετυγχάνομεν

(우리는) 우연히 만나고 있었다

περιετυγχάνετε

(너희는) 우연히 만나고 있었다

περιετύγχανον

(그들은) 우연히 만나고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιετυγχανόμην

(나는) 우연히 만나여지고 있었다

περιετυγχάνου

(너는) 우연히 만나여지고 있었다

περιετυγχάνετο

(그는) 우연히 만나여지고 있었다

쌍수 περιετυγχάνεσθον

(너희 둘은) 우연히 만나여지고 있었다

περιετυγχανέσθην

(그 둘은) 우연히 만나여지고 있었다

복수 περιετυγχανόμεθα

(우리는) 우연히 만나여지고 있었다

περιετυγχάνεσθε

(너희는) 우연히 만나여지고 있었다

περιετυγχάνοντο

(그들은) 우연히 만나여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέτυχον

(나는) 우연히 만났다

περιέτυχες

(너는) 우연히 만났다

περιέτυχεν*

(그는) 우연히 만났다

쌍수 περιετύχετον

(너희 둘은) 우연히 만났다

περιετυχέτην

(그 둘은) 우연히 만났다

복수 περιετύχομεν

(우리는) 우연히 만났다

περιετύχετε

(너희는) 우연히 만났다

περιέτυχον

(그들은) 우연히 만났다

명령법단수 περιτύχε

(너는) 우연히 만났어라

περιτυχέτω

(그는) 우연히 만났어라

쌍수 περιτύχετον

(너희 둘은) 우연히 만났어라

περιτυχέτων

(그 둘은) 우연히 만났어라

복수 περιτύχετε

(너희는) 우연히 만났어라

περιτυχόντων

(그들은) 우연히 만났어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 우연히 만나다

  2. happens to

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION