헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιτέμνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιτέμνω περιτεμῶ περιέτεμον περιτέτμηκα

형태분석: περι (접두사) + τέμν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 잘라내다, 다듬다, 가지치다, 면도하다
  2. 할례하다
  3. 잘라버리다, 끊다, 중단시키다
  4. 잘라버리다, 끊다, 중단시키다, 방해하다, 깎아내다, 도살하다, 깎다, 죽이다
  1. to cut or clip round about, to prune, to make incisions all round
  2. they practise circumcision
  3. to cut off, to be curtailed of
  4. to cut off and hem in all round, cut off, cutting off, for oneself, "lifting", to be cut off, intercepted

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιτέμνω

(나는) 잘라낸다

περιτέμνεις

(너는) 잘라낸다

περιτέμνει

(그는) 잘라낸다

쌍수 περιτέμνετον

(너희 둘은) 잘라낸다

περιτέμνετον

(그 둘은) 잘라낸다

복수 περιτέμνομεν

(우리는) 잘라낸다

περιτέμνετε

(너희는) 잘라낸다

περιτέμνουσιν*

(그들은) 잘라낸다

접속법단수 περιτέμνω

(나는) 잘라내자

περιτέμνῃς

(너는) 잘라내자

περιτέμνῃ

(그는) 잘라내자

쌍수 περιτέμνητον

(너희 둘은) 잘라내자

περιτέμνητον

(그 둘은) 잘라내자

복수 περιτέμνωμεν

(우리는) 잘라내자

περιτέμνητε

(너희는) 잘라내자

περιτέμνωσιν*

(그들은) 잘라내자

기원법단수 περιτέμνοιμι

(나는) 잘라내기를 (바라다)

περιτέμνοις

(너는) 잘라내기를 (바라다)

περιτέμνοι

(그는) 잘라내기를 (바라다)

쌍수 περιτέμνοιτον

(너희 둘은) 잘라내기를 (바라다)

περιτεμνοίτην

(그 둘은) 잘라내기를 (바라다)

복수 περιτέμνοιμεν

(우리는) 잘라내기를 (바라다)

περιτέμνοιτε

(너희는) 잘라내기를 (바라다)

περιτέμνοιεν

(그들은) 잘라내기를 (바라다)

명령법단수 περιτέμνε

(너는) 잘라내어라

περιτεμνέτω

(그는) 잘라내어라

쌍수 περιτέμνετον

(너희 둘은) 잘라내어라

περιτεμνέτων

(그 둘은) 잘라내어라

복수 περιτέμνετε

(너희는) 잘라내어라

περιτεμνόντων, περιτεμνέτωσαν

(그들은) 잘라내어라

부정사 περιτέμνειν

잘라내는 것

분사 남성여성중성
περιτεμνων

περιτεμνοντος

περιτεμνουσα

περιτεμνουσης

περιτεμνον

περιτεμνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιτέμνομαι

(나는) 잘라내여진다

περιτέμνει, περιτέμνῃ

(너는) 잘라내여진다

περιτέμνεται

(그는) 잘라내여진다

쌍수 περιτέμνεσθον

(너희 둘은) 잘라내여진다

περιτέμνεσθον

(그 둘은) 잘라내여진다

복수 περιτεμνόμεθα

(우리는) 잘라내여진다

περιτέμνεσθε

(너희는) 잘라내여진다

περιτέμνονται

(그들은) 잘라내여진다

접속법단수 περιτέμνωμαι

(나는) 잘라내여지자

περιτέμνῃ

(너는) 잘라내여지자

περιτέμνηται

(그는) 잘라내여지자

쌍수 περιτέμνησθον

(너희 둘은) 잘라내여지자

περιτέμνησθον

(그 둘은) 잘라내여지자

복수 περιτεμνώμεθα

(우리는) 잘라내여지자

περιτέμνησθε

(너희는) 잘라내여지자

περιτέμνωνται

(그들은) 잘라내여지자

기원법단수 περιτεμνοίμην

(나는) 잘라내여지기를 (바라다)

περιτέμνοιο

(너는) 잘라내여지기를 (바라다)

περιτέμνοιτο

(그는) 잘라내여지기를 (바라다)

쌍수 περιτέμνοισθον

(너희 둘은) 잘라내여지기를 (바라다)

περιτεμνοίσθην

(그 둘은) 잘라내여지기를 (바라다)

복수 περιτεμνοίμεθα

(우리는) 잘라내여지기를 (바라다)

περιτέμνοισθε

(너희는) 잘라내여지기를 (바라다)

περιτέμνοιντο

(그들은) 잘라내여지기를 (바라다)

명령법단수 περιτέμνου

(너는) 잘라내여져라

περιτεμνέσθω

(그는) 잘라내여져라

쌍수 περιτέμνεσθον

(너희 둘은) 잘라내여져라

περιτεμνέσθων

(그 둘은) 잘라내여져라

복수 περιτέμνεσθε

(너희는) 잘라내여져라

περιτεμνέσθων, περιτεμνέσθωσαν

(그들은) 잘라내여져라

부정사 περιτέμνεσθαι

잘라내여지는 것

분사 남성여성중성
περιτεμνομενος

περιτεμνομενου

περιτεμνομενη

περιτεμνομενης

περιτεμνομενον

περιτεμνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέτεμνον

(나는) 잘라내고 있었다

περιέτεμνες

(너는) 잘라내고 있었다

περιέτεμνεν*

(그는) 잘라내고 있었다

쌍수 περιετέμνετον

(너희 둘은) 잘라내고 있었다

περιετεμνέτην

(그 둘은) 잘라내고 있었다

복수 περιετέμνομεν

(우리는) 잘라내고 있었다

περιετέμνετε

(너희는) 잘라내고 있었다

περιέτεμνον

(그들은) 잘라내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιετεμνόμην

(나는) 잘라내여지고 있었다

περιετέμνου

(너는) 잘라내여지고 있었다

περιετέμνετο

(그는) 잘라내여지고 있었다

쌍수 περιετέμνεσθον

(너희 둘은) 잘라내여지고 있었다

περιετεμνέσθην

(그 둘은) 잘라내여지고 있었다

복수 περιετεμνόμεθα

(우리는) 잘라내여지고 있었다

περιετέμνεσθε

(너희는) 잘라내여지고 있었다

περιετέμνοντο

(그들은) 잘라내여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέτεμον

(나는) 잘라내었다

περιέτεμες

(너는) 잘라내었다

περιέτεμεν*

(그는) 잘라내었다

쌍수 περιετέμετον

(너희 둘은) 잘라내었다

περιετεμέτην

(그 둘은) 잘라내었다

복수 περιετέμομεν

(우리는) 잘라내었다

περιετέμετε

(너희는) 잘라내었다

περιέτεμον

(그들은) 잘라내었다

명령법단수 περιτέμε

(너는) 잘라내었어라

περιτεμέτω

(그는) 잘라내었어라

쌍수 περιτέμετον

(너희 둘은) 잘라내었어라

περιτεμέτων

(그 둘은) 잘라내었어라

복수 περιτέμετε

(너희는) 잘라내었어라

περιτεμόντων

(그들은) 잘라내었어라

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιτέτμηκα

(나는) 잘라내었다

περιτέτμηκας

(너는) 잘라내었다

περιτέτμηκεν*

(그는) 잘라내었다

쌍수 περιτετμήκατον

(너희 둘은) 잘라내었다

περιτετμήκατον

(그 둘은) 잘라내었다

복수 περιτετμήκαμεν

(우리는) 잘라내었다

περιτετμήκατε

(너희는) 잘라내었다

περιτετμήκᾱσιν*

(그들은) 잘라내었다

접속법단수 περιτετμήκω

(나는) 잘라내었자

περιτετμήκῃς

(너는) 잘라내었자

περιτετμήκῃ

(그는) 잘라내었자

쌍수 περιτετμήκητον

(너희 둘은) 잘라내었자

περιτετμήκητον

(그 둘은) 잘라내었자

복수 περιτετμήκωμεν

(우리는) 잘라내었자

περιτετμήκητε

(너희는) 잘라내었자

περιτετμήκωσιν*

(그들은) 잘라내었자

기원법단수 περιτετμήκοιμι

(나는) 잘라내었기를 (바라다)

περιτετμήκοις

(너는) 잘라내었기를 (바라다)

περιτετμήκοι

(그는) 잘라내었기를 (바라다)

쌍수 περιτετμήκοιτον

(너희 둘은) 잘라내었기를 (바라다)

περιτετμηκοίτην

(그 둘은) 잘라내었기를 (바라다)

복수 περιτετμήκοιμεν

(우리는) 잘라내었기를 (바라다)

περιτετμήκοιτε

(너희는) 잘라내었기를 (바라다)

περιτετμήκοιεν

(그들은) 잘라내었기를 (바라다)

명령법단수 περιτέτμηκε

(너는) 잘라내었어라

περιτετμηκέτω

(그는) 잘라내었어라

쌍수 περιτετμήκετον

(너희 둘은) 잘라내었어라

περιτετμηκέτων

(그 둘은) 잘라내었어라

복수 περιτετμήκετε

(너희는) 잘라내었어라

περιτετμηκόντων

(그들은) 잘라내었어라

부정사 περιτετμηκέναι

잘라내었는 것

분사 남성여성중성
περιτετμηκως

περιτετμηκοντος

περιτετμηκυῑα

περιτετμηκυῑᾱς

περιτετμηκον

περιτετμηκοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατὰ πόλιν καὶ χώραν, οὗ ἂν ἐξετέθη τὸ πρόσταγμα, οὗ ἂν ἐξετέθη τὸ ἔκθεμα, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τοῖσ Ἰουδαίοισ, κώθων καὶ εὐφροσύνη. καὶ πολλοὶ τῶν ἐθνῶν περιετέμνοντο καὶ ἰουδάϊζον διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. (Septuagint, Liber Esther 8:38)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:38)

  • περιτμήθητε τῷ Θεῷ ὑμῶν καὶ περιτέμνεσθε τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν, ἄνδρεσ Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντεσ Ἱερουσαλήμ, μὴ ἐξέλθῃ ὡσ πῦρ ὁ θυμόσ μου καὶ ἐκκαυθήσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων ἀπὸ προσώπου πονηρίασ ἐπιτηδευμάτων ὑμῶν. ‐ (Septuagint, Liber Ieremiae 4:4)

    (70인역 성경, 예레미야서 4:4)

  • διὸ καὶ παρὰ τοῖσ γένεσι τούτοισ ἐκ παλαιοῦ παραδεδόσθαι τὸ περιτέμνειν τοὺσ γεννωμένουσ παῖδασ, ἐξ Αἰγύπτου μετενηνεγμένου τοῦ νομίμου. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 28 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 28 3:1)

  • διὰ τοῦτο Μωυσῆσ δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, ‐ οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωυσέωσ ἐστὶν ἀλλ’ ἐκ τῶν πατέρων, ‐ καὶ [ἐν] σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον. (, chapter 6 98:1)

    (, chapter 6 98:1)

  • Ἐξανέστησαν δέ τινεσ τῶν ἀπὸ τῆσ αἱρέσεωσ τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότεσ, λέγοντεσ ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺσ παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωυσέωσ. (, chapter 14 36:1)

    (, chapter 14 36:1)

유의어

  1. 잘라버리다

  2. 잘라버리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION