헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιπατητικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιπατητικός

형태분석: περιπατητικ (어간) + ος (어미)

어원: from peripate/w

  1. Given to walking around

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 περιπατητικός

(이)가

περιπατητική

(이)가

περιπατήτικον

(것)가

속격 περιπατητικοῦ

(이)의

περιπατητικῆς

(이)의

περιπατητίκου

(것)의

여격 περιπατητικῷ

(이)에게

περιπατητικῇ

(이)에게

περιπατητίκῳ

(것)에게

대격 περιπατητικόν

(이)를

περιπατητικήν

(이)를

περιπατήτικον

(것)를

호격 περιπατητικέ

(이)야

περιπατητική

(이)야

περιπατήτικον

(것)야

쌍수주/대/호 περιπατητικώ

(이)들이

περιπατητικᾱ́

(이)들이

περιπατητίκω

(것)들이

속/여 περιπατητικοῖν

(이)들의

περιπατητικαῖν

(이)들의

περιπατητίκοιν

(것)들의

복수주격 περιπατητικοί

(이)들이

περιπατητικαί

(이)들이

περιπατήτικα

(것)들이

속격 περιπατητικῶν

(이)들의

περιπατητικῶν

(이)들의

περιπατητίκων

(것)들의

여격 περιπατητικοῖς

(이)들에게

περιπατητικαῖς

(이)들에게

περιπατητίκοις

(것)들에게

대격 περιπατητικούς

(이)들을

περιπατητικᾱ́ς

(이)들을

περιπατήτικα

(것)들을

호격 περιπατητικοί

(이)들아

περιπατητικαί

(이)들아

περιπατήτικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἦρξε δὲ ἐτη ιγ́ τῆσ Περιπατητικῆσ κληθείσησ φιλοσοφίασ, διὰ το ὲ̓ν περιπάτῳ, ἤτοι κήπῳ, διδάξαι ἀναχωρήσαντα τῆσ Ἀκαδημείασ, ἐν ᾗ Πλάτων ἐδίδαξεν. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , section6)

    (작자 미상, 비가, , section6)

  • Κυρηναϊκῆσ Ἀρίστιπποσ ὁ Κυρηναῖοσ, Ἠλιακῆσ Φαίδων ὁ Ἠλεῖοσ, Μεγαρικῆσ Εὐκλείδησ Μεγαρεύσ, Κυνικῆσ Ἀντισθένησ Ἀθηναῖοσ, Ἐρετρικῆσ Μενέδημοσ Ἐρετριεύσ, Διαλεκτικῆσ Κλειτόμαχοσ Καρχηδόνιοσ, Περιπατητικῆσ Ἀριστοτέλησ Σταγειρίτησ, Στωϊκῆσ Ζήνων Κιτιεύσ· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 19:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 19:2)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION