헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιοικοδομέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιοικοδομέω περιοικοδομήσω

형태분석: περι (접두사) + οἰκοδομέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to build round
  2. to enclose by building round, to be built up, walled in, the space built round, the enclosure

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιοικοδομῶ

περιοικοδομεῖς

περιοικοδομεῖ

쌍수 περιοικοδομεῖτον

περιοικοδομεῖτον

복수 περιοικοδομοῦμεν

περιοικοδομεῖτε

περιοικοδομοῦσιν*

접속법단수 περιοικοδομῶ

περιοικοδομῇς

περιοικοδομῇ

쌍수 περιοικοδομῆτον

περιοικοδομῆτον

복수 περιοικοδομῶμεν

περιοικοδομῆτε

περιοικοδομῶσιν*

기원법단수 περιοικοδομοῖμι

περιοικοδομοῖς

περιοικοδομοῖ

쌍수 περιοικοδομοῖτον

περιοικοδομοίτην

복수 περιοικοδομοῖμεν

περιοικοδομοῖτε

περιοικοδομοῖεν

명령법단수 περιοικοδόμει

περιοικοδομείτω

쌍수 περιοικοδομεῖτον

περιοικοδομείτων

복수 περιοικοδομεῖτε

περιοικοδομούντων, περιοικοδομείτωσαν

부정사 περιοικοδομεῖν

분사 남성여성중성
περιοικοδομων

περιοικοδομουντος

περιοικοδομουσα

περιοικοδομουσης

περιοικοδομουν

περιοικοδομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιοικοδομοῦμαι

περιοικοδομεῖ, περιοικοδομῇ

περιοικοδομεῖται

쌍수 περιοικοδομεῖσθον

περιοικοδομεῖσθον

복수 περιοικοδομούμεθα

περιοικοδομεῖσθε

περιοικοδομοῦνται

접속법단수 περιοικοδομῶμαι

περιοικοδομῇ

περιοικοδομῆται

쌍수 περιοικοδομῆσθον

περιοικοδομῆσθον

복수 περιοικοδομώμεθα

περιοικοδομῆσθε

περιοικοδομῶνται

기원법단수 περιοικοδομοίμην

περιοικοδομοῖο

περιοικοδομοῖτο

쌍수 περιοικοδομοῖσθον

περιοικοδομοίσθην

복수 περιοικοδομοίμεθα

περιοικοδομοῖσθε

περιοικοδομοῖντο

명령법단수 περιοικοδομοῦ

περιοικοδομείσθω

쌍수 περιοικοδομεῖσθον

περιοικοδομείσθων

복수 περιοικοδομεῖσθε

περιοικοδομείσθων, περιοικοδομείσθωσαν

부정사 περιοικοδομεῖσθαι

분사 남성여성중성
περιοικοδομουμενος

περιοικοδομουμενου

περιοικοδομουμενη

περιοικοδομουμενης

περιοικοδομουμενον

περιοικοδομουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιοικοδομήσω

περιοικοδομήσεις

περιοικοδομήσει

쌍수 περιοικοδομήσετον

περιοικοδομήσετον

복수 περιοικοδομήσομεν

περιοικοδομήσετε

περιοικοδομήσουσιν*

기원법단수 περιοικοδομήσοιμι

περιοικοδομήσοις

περιοικοδομήσοι

쌍수 περιοικοδομήσοιτον

περιοικοδομησοίτην

복수 περιοικοδομήσοιμεν

περιοικοδομήσοιτε

περιοικοδομήσοιεν

부정사 περιοικοδομήσειν

분사 남성여성중성
περιοικοδομησων

περιοικοδομησοντος

περιοικοδομησουσα

περιοικοδομησουσης

περιοικοδομησον

περιοικοδομησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιοικοδομήσομαι

περιοικοδομήσει, περιοικοδομήσῃ

περιοικοδομήσεται

쌍수 περιοικοδομήσεσθον

περιοικοδομήσεσθον

복수 περιοικοδομησόμεθα

περιοικοδομήσεσθε

περιοικοδομήσονται

기원법단수 περιοικοδομησοίμην

περιοικοδομήσοιο

περιοικοδομήσοιτο

쌍수 περιοικοδομήσοισθον

περιοικοδομησοίσθην

복수 περιοικοδομησοίμεθα

περιοικοδομήσοισθε

περιοικοδομήσοιντο

부정사 περιοικοδομήσεσθαι

분사 남성여성중성
περιοικοδομησομενος

περιοικοδομησομενου

περιοικοδομησομενη

περιοικοδομησομενης

περιοικοδομησομενον

περιοικοδομησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to build round

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION