- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέρδιξ?

3군 변화 명사; 남/여성 동물 로마알파벳 전사: perdix 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πέρδιξ πέρδικος

형태분석: περδικ (어간) + ς (어미)

  1. 자고, 엽조, 꿩
  1. partridge

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πέρδιξ

자고가

πέρδικε

자고들이

πέρδικες

자고들이

속격 πέρδικος

자고의

περδίκοιν

자고들의

περδίκων

자고들의

여격 πέρδικι

자고에게

περδίκοιν

자고들에게

πέρδιξι(ν)

자고들에게

대격 πέρδικα

자고를

πέρδικε

자고들을

πέρδικας

자고들을

호격 πέρδιξ

자고야

πέρδικε

자고들아

πέρδικες

자고들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πέρδιξ θηρευτὴς ἐν καρτάλλῳ, οὕτως καρδία ὑπερηφάνου, καὶ ὡς ὁ κατάσκοπος ἐπιβλέπει πτῶσιν. (Septuagint, Liber Sirach 11:28)

    (70인역 성경, Liber Sirach 11:28)

  • ἐφώνησε πέρδιξ, συνήγαγεν ἃ οὐκ ἔτεκε. ποιῶν πλοῦτον αὐτοῦ οὐ μετὰ κρίσεως, ἐν ἡμίσει ἡμερῶν αὐτοῦ ἐγκαταλείψουσιν αὐτόν, καὶ ἐπ ἐσχάτων αὐτοῦ ἔσται ἄφρων. (Septuagint, Liber Ieremiae 17:7)

    (70인역 성경, 예레미야서 17:7)

  • οὑτοσὶ πέρδιξ, ἐκεινοσί γε νὴ Δί ἀτταγᾶς, οὑτοσὶ δὲ πηνέλοψ, ἐκεινηὶ δέ γ ἀλκυών. (Aristophanes, Birds, Parodos, lyric39)

    (아리스토파네스, Birds, Parodos, lyric39)

  • εἰ δ ὁ Πεισίου προδοῦναι τοῖς ἀτίμοις τὰς πύλας βούλεται, πέρδιξ γενέσθω, τοῦ πατρὸς νεοττίον: (Aristophanes, Birds, Parabasis, epirrheme7)

    (아리스토파네스, Birds, Parabasis, epirrheme7)

  • πέρδιξ μὲν εἷς κάπηλος ὠνομάζετο χωλός, Μενίππῳ δ ἦν χελιδὼν τοὔνομα, Ὀπουντίῳ δ ὀφθαλμὸν οὐκ ἔχων κόραξ, κορυδὸς Φιλοκλέει, χηναλώπηξ Θεογένει, ἶβις Λυκούργῳ, Χαιρεφῶντι νυκτερίς, Συρακοσίῳ δὲ κίττα: (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, antistrophe 114)

    (아리스토파네스, Birds, Lyric-Scene, antistrophe 114)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION