- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παράκλητος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: paraklētos 고전 발음: [빠라레:또] 신약 발음: [빠라레또]

기본형: παράκλητος

형태분석: παρακλητ (어간) + ος (어미)

  1. Called to aid, helping
  2. (substantive) legal assistant, advocate
  3. (substantive) One of who speaks on behalf: mediator, intercessor
  4. (substantive) comforter, helper

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 παράκλητος

(이)가

παρακλήτη

(이)가

παράκλητον

(것)가

속격 παρακλήτου

(이)의

παρακλήτης

(이)의

παρακλήτου

(것)의

여격 παρακλήτῳ

(이)에게

παρακλήτῃ

(이)에게

παρακλήτῳ

(것)에게

대격 παράκλητον

(이)를

παρακλήτην

(이)를

παράκλητον

(것)를

호격 παράκλητε

(이)야

παρακλήτη

(이)야

παράκλητον

(것)야

쌍수주/대/호 παρακλήτω

(이)들이

παρακλήτα

(이)들이

παρακλήτω

(것)들이

속/여 παρακλήτοιν

(이)들의

παρακλήταιν

(이)들의

παρακλήτοιν

(것)들의

복수주격 παράκλητοι

(이)들이

παράκληται

(이)들이

παράκλητα

(것)들이

속격 παρακλήτων

(이)들의

παρακλητῶν

(이)들의

παρακλήτων

(것)들의

여격 παρακλήτοις

(이)들에게

παρακλήταις

(이)들에게

παρακλήτοις

(것)들에게

대격 παρακλήτους

(이)들을

παρακλήτας

(이)들을

παράκλητα

(것)들을

호격 παράκλητοι

(이)들아

παράκληται

(이)들아

παράκλητα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔσῃ παράκλητος διὰ τὰ ὁράματα τῶν ὀφθαλμῶν σου, ἃ βλέψῃ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:34)

    (70인역 성경, 신명기 28:34)

  • ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν ἐγώ. (, chapter 6 467:1)

    (, chapter 6 467:1)

  • Ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ: (, chapter 6 500:1)

    (, chapter 6 500:1)

  • ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐ μὴ ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς: (, chapter 6 509:2)

    (, chapter 6 509:2)

유의어

  1. Called to aid

관련어

명사

형용사

동사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION