Ancient Greek-English Dictionary Language

πάνοπλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πάνοπλος πάνοπλον

Structure: πανοπλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o(/plon

Sense

  1. in full armour, full-armed, of full armour

Examples

  • κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον ἀνεβόα, θηρῶν ὅτε ζυγίουσ ζευξάσᾳ θεᾷ σατίνασ τὰν ἁρπασθεῖσαν κυκλίων χορῶν ἔξω παρθενίων μετὰ κούραν, ἀελλόποδεσ, ἃ μὲν τόξοισ Ἄρτεμισ, ἃ δ’ ἔγχει Γοργῶπισ πάνοπλοσ, <συνείποντο. (Euripides, Helen, choral, strophe 12)
  • τίσ δ’ οὗτοσ ἀμφὶ μνῆμα τὸ Ζήθου περᾷ καταβόστρυχοσ, ὄμμασι γοργὸσ εἰσιδεῖν νεανίασ, λοχαγόσ, ὡσ ὄχλοσ νιν ὑστέρῳ ποδὶ πάνοπλοσ ἀμφέπει; (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:1)
  • ἐγγὺσ γὰρ ἤδη πάνοπλοσ Ἀργείων στρατὸσ χωρεῖ, κονίει, πεδία δ’ ἀργηστὴσ ἀφρὸσ χραίνει σταλαγμοῖσ ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 4:9)

Synonyms

  1. in full armour

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION