- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

παμποίκιλος?

First/Second declension Adjective; Transliteration: pampoikilos

Principal Part: παμποίκιλος παμποίκιλον

Structure: παμποικιλ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. all-variegated, of rich and varied work, all-spotted

Examples

  • καὶ μὴν τῆς τε διατάξεως καὶ τῆς διαιρέσεως τῶν πολιτευμάτων ὀχλικὴ μὲν ἀκράτως ἡ τὸν Νομᾶ καὶ θεραπευτικὴ τὸν πλήθους, ἐκ χρυσοχόων καὶ αὐλητῶν καὶ σκυτοτόμων συμμιγῆ τινα καὶ παμποίκιλον ἀποφαίνοντος δῆμον, αὐστηρὰ δὲ ἡ Λυκούργειος καὶ ἀριστοκρατική, τὰς μὲν βαναύσους ἀποκαθαίρουσα τέχνας εἰς οἰκετῶν καὶ μετοίκων χεῖρας αὐτοὺς δὲ τοὺς πολίτας εἰς τὴν ἀσπίδα καὶ τὸ δόρυ συνάγουσα, πολέμου χειροτέχνας καὶ θεράποντας Ἄρεως ὄντας, ἄλλο δὲ οὐδὲν εἰδότας οὐδὲ μελετῶντας ἢ πείθεσθαι τοῖς ἄρχουσι καὶ κρατεῖν τῶν πολεμίων. (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 2 3:1)
  • πέπλόν μὲν γὰρ ἑέστο φαεινότερον πυρὸς αὐγῆς, καλόν, χρύσειον, παμποίκιλον: (Anonymous, Homeric Hymns, 8:7)

Synonyms

  1. all-variegated

Related

명사

형용사

동사

부사

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION