Ancient Greek-English Dictionary Language

παμπάλαιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παμπάλαιος παμπάλαιον

Structure: παμπαλαι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. very old

Examples

  • εἰωθότων δὲ τῶν Ῥωμαίων τοὺσ ἀπὸ γένουσ μὲν δόξαν οὐκ ἔχοντασ, ἀρχομένουσ δὲ γνωρίζεσθαι δι’ αὑτῶν καινοὺσ προσαγορεύειν ἀνθρώπουσ, ὥσπερ καὶ τὸν Κάτωνα προσηγόρευον, αὐτὸσ ἔλεγε καινὸσ εἶναι πρὸσ ἀρχὴν καὶ δόξαν, ἔργοισ δὲ προγόνων καὶ ἀρεταῖσ παμπάλαιοσ, ἐκαλεῖτο δὲ τῷ τρίτῳ τῶν ὀνομάτων πρότερον οὐ Κάτων, ἀλλὰ Πρῖσκοσ, ὕστερον δὲ τὸν Κάτωνα τῆσ δυνάμεωσ ἐπώνυμον ἔσχε Ῥωμαῖοι γὰρ τὸν ἔμπειρον κάτον ὀνομάζουσιν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 1 2:1)
  • τοὔνομα δὲ τῆσ ἑορτῆσ ἑλληνιστὶ σημαίνει Λύκαια, καὶ δοκεῖ διὰ τοῦτο παμπάλαιοσ ἀπ’ Ἀρκάδων εἶναι τῶν περὶ Εὐάνδρον. (Plutarch, chapter 21 3:4)
  • πότερον ὅτι τὴν ἐγκάλυψιν Αἰνείασ παρέδωκεν, ἡ δὲ τοῦ Κρόνου θυσία παμπάλαιόσ ἐστιν, ἢ ὅτι τοῖσ οὐρανίοισ ἐπικαλύπτονται, τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῦνται θεὸν ὑπουδαῖον καὶ χθόνιον; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 112)
  • πότερον ὅτι τὴν ἐγκάλυψιν Αἰνείασ παρέδωκεν, ἡ δὲ τοῦ Κρόνου θυσία παμπάλαιόσ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 112)

Synonyms

  1. very old

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION