ὁσημέραι?
Adverb;
자동번역
Transliteration: hosēmerai
Principal Part:
ὁσημέραι
Etym.: adverb for ὅσαι ἡμέραι
Sense
- as many days as are, daily, day by day
- καὶ γὰρ αὖ καὶ τοῦτον εἰς τὴν Σκυθίαν ἀγαγὼν ὁ Ζεὺς ἀνεσταύρωσεν ἐπὶ τοῦ Καυκάσου, τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα. (Lucian, De sacrificiis, (no name) 6:5)
- καίτοι γελοῖός εἰμι σοὶ λέγων ταῦτα ὁσημέραι κατάγοντι αὐτούς. (Lucian, Contemplantes, (no name) 22:9)
- ἑώθεν ὁσημέραι καταπέτονται ἐς τὴν θάλασσαν: (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 21 5:3)
- ἀκροάσεων δὲ καὶ λόγων τῶν δικανικῶν ἅλις ἔχει μοι ὁσημέραι τῶν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ δικαζομένων ἀκούοντι. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 12:11)
- καὶ γὰρ ἦν πλέον τι τῶν ἄλλων πρὸς τὴν τέχνην εὐφυής, ὥστε τοὺς ὀψοποιοὺς ὁσημέραι ἔπεμπεν παρὰ τοῦτον ὁ Διονύσιος ὥς τι παρ αὐτοῦ μαθησομένους. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 33:5)