헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄροβος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄροβος ὀρόβου

형태분석: ὀροβ (어간) + ος (어미)

  1. bitter vetch, Vicia ervilia

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἔτι δὲ καὶ κριθαὶ ἢ ὄροβοι‧ ἐν ὄξει κεκρημένῳ σμικρῷ ὀξύτερον, ἢ ὡσ ἄν τισ πίοι, διέντα καὶ ἀναζέσαντα, ἐσ μαρσίππια καταῤῬάψαντα προστιθέναι‧ καὶ πίτυρα τὸν αὐτὸν τρόπον. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.4)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.4)

  • ἱκανὰ δέ μοι τροφὴν παρασχεῖν καὶ μῆλα καὶ κέγχροι καὶ κριθαὶ καὶ ὄροβοι καὶ τὰ εὐτελέστατα τῶν ὀσπρίων καὶ φηγὸσ ὑπὸ τῇ τέφρᾳ καὶ ὁ τῆσ κρανείασ καρπόσ, ᾗ φησιν Ὅμηροσ εὐωχεῖν τοὺσ τοῦ Ὀδυσσέωσ ἑταίρουσ τὴν Κίρκην, ὑφ’ ὧν ἀντέχει τρεφόμενα καὶ τὰ μέγιστα θηρία. (Dio, Chrysostom, Orationes, 74:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 74:2)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION