- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἴομαι?

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: oiomai 고전 발음: [오마] 신약 발음: [위오매]

기본형: οἴομαι

형태분석: οἴ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 가정하다, 생각하다
  2. 예상하다, 무서워하다, 기대하다, 희망하다, 두려워하다
  3. 상상하다, 생각하다, 임신하다, 이해하다, 고안하다
  1. to suppose
  2. to look for a contingency; to hope, fear, expect
  3. when the event rests with oneself, to purpose or will
  4. to express full persuasion, either modestly or ironically
  5. of an opinion or judgment, to deem, conceive, imagine

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 οἴομαι

(나는) 가정한다

οἴει, οἴῃ

(너는) 가정한다

οἴεται

(그는) 가정한다

쌍수 οἴεσθον

(너희 둘은) 가정한다

οἴεσθον

(그 둘은) 가정한다

복수 οἰόμεθα

(우리는) 가정한다

οἴεσθε

(너희는) 가정한다

οἴονται

(그들은) 가정한다

접속법단수 οἴωμαι

(나는) 가정하자

οἴῃ

(너는) 가정하자

οἴηται

(그는) 가정하자

쌍수 οἴησθον

(너희 둘은) 가정하자

οἴησθον

(그 둘은) 가정하자

복수 οἰώμεθα

(우리는) 가정하자

οἴησθε

(너희는) 가정하자

οἴωνται

(그들은) 가정하자

기원법단수 οἰοίμην

(나는) 가정하기를 (바라다)

οἴοιο

(너는) 가정하기를 (바라다)

οἴοιτο

(그는) 가정하기를 (바라다)

쌍수 οἴοισθον

(너희 둘은) 가정하기를 (바라다)

οἰοίσθην

(그 둘은) 가정하기를 (바라다)

복수 οἰοίμεθα

(우리는) 가정하기를 (바라다)

οἴοισθε

(너희는) 가정하기를 (바라다)

οἴοιντο

(그들은) 가정하기를 (바라다)

명령법단수 οἴου

(너는) 가정해라

οἰέσθω

(그는) 가정해라

쌍수 οἴεσθον

(너희 둘은) 가정해라

οἰέσθων

(그 둘은) 가정해라

복수 οἴεσθε

(너희는) 가정해라

οἰέσθων, οἰέσθωσαν

(그들은) 가정해라

부정사 οἴεσθαι

가정하는 것

분사 남성여성중성
οἰομενος

οἰομενου

οἰομενη

οἰομενης

οἰομενον

οἰομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ᾠόμην

(나는) 가정하고 있었다

ᾤου

(너는) 가정하고 있었다

ᾤετο

(그는) 가정하고 있었다

쌍수 ᾤεσθον

(너희 둘은) 가정하고 있었다

ᾠέσθην

(그 둘은) 가정하고 있었다

복수 ᾠόμεθα

(우리는) 가정하고 있었다

ᾤεσθε

(너희는) 가정하고 있었다

ᾤοντο

(그들은) 가정하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πάντας ὁπόσοι τὰς γραφὰς ἀπενηνόχασιν, ἥκειν τήμερον εἰς Ἄρειον πάγον, ἐκεῖ δὲ τὴν μὲν Δίκην ἀποκληροῦν σφίσι τὰ δικαστήρια κατὰ λόγον τῶν τιμημάτων ἐξ ἁπάντων Ἀθηναίων εἰ δέ τις ἄδικον οἰοίτο γεγενῆσθαι τὴν κρίσιν, ἐξεῖναι ἐφέντι ἐπ ἐμὲ δικάζεσθαι ἐξ ὑπαρχῆς, ὡς εἰ μηδὲ τὸ παράπαν ἐδεδίκαστο. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:12)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 4:12)

  • ἐπειδὴ δ ὑμῶν οἱ ἀκούσαντες πολλῷ μᾶλλον ἠγανάκτουν ἐπὶ τοῖς κατὰ τοῦ πλήθους τοῦ ὑμετέρου λόγοις, εἰ μὴ μόνον ἱκανὸν εἰή αὐτῷ ἰδίᾳ δεδωροδοκηκέναι, [ἀλλὰ καὶ τὸν δῆμο]ν [οἰοίτο δεῖν ἀνα]πιμ[πλάναι ] λέγων καὶ αἰτιώ[με]νος, ὅτι Ἀλεξάνδρῳ χαριζομένη ἡ βουλὴ ἀνελεῖν αὐτὸν βούλεται: (Hyperides, Speeches, 3:25)

    (히페레이데스, Speeches, 3:25)

  • καὶ οὗ τις ἂν ἥκιστα τὰς τοιαύτας τρυφὰς καὶ ἀπολαύσεις οἰοίτο μετέχειν κακοῦ, τῆς ὠμότητος, τοῦτο ἔνεστι τῇ Δημητρίου φιληδονίᾳ, περιϊδόντος, μᾶλλον δὲ ἀναγκάσαντος, οἰκτρῶς ἀποθανεῖν τὸν κάλλιστον καὶ σωφρονέστατον Ἀθηναίων, φεύγοντα τὸ καθυβρισθῆναι. (Plutarch, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 4 3:1)

    (플루타르코스, Comparison of Demetrius and Antony, chapter 4 3:1)

  • αἱ γοῦν πλεῖσται αὐτῶν δἰ ἄλλων ἀμφισβητουμένων πείθειν ἡμᾶς βιάζονται εἰδέναι, αἱ δὲ τοῖς πάνυ προδήλοις τὰ ἀφανέστατα συνάπτουσαι οὐδὲν αὐτοῖς κοινωνοῦντα ἀποδείξεις ὅμως αὐτῶν εἶναι φάσκουσιν, ὥσπερ εἴ τις οἰοίτο ἀποδείξειν εἶναι θεούς, διότι βωμοὶ αὐτῶν ὄντες φαίνονται. (Lucian, 144:6)

    (루키아노스, 144:6)

  • μυθεῖται κατὰ μοῖραν ἅπερ κ οἰοίτο καὶ ἄλλος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 87 6:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 87 6:6)

유의어

  1. 가정하다

  2. 예상하다

관련어

명사

형용사

동사

부사

감탄사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION